Αρχαία Ήπειρος
Η Ήπειρος κατά την αρχαιότητα εκτεινόταν από την Πρέβεζα στα νότια μέχρι Βόρεια στο ποταμό Σκουμπίν όπου πέρναγε η Ρωμαϊκη εγνατία (περνάει απο το Ελμπασάν της Αλβανίας σήμερα). Δυτικά ήταν το Ιόνιο Πέλαγος και Ανατολικά τα Αθαμανικά όρη και πιο βόρεια-Ανατολικά η Τύμφη μέχρι τις λίμνες των Πρεσπών (από την δυτική μεριά των λιμνών). "Σύμφωνα με τον αρχαίο γεωγράφο Στράβωνα.
Σε αντίθεση με τον υπόλοιπα Ελληνικά φύλα όπου διαμορφώθηκαν στα πρότυπα πόλεις - κράτους όπως η Αθήνα-Σπάρτη-Κόρινθος, οι Ηπειρώτες ζούσαν σε μικρά χωριά. Συνήθως οι ηπειρώτικες φυλές είχαν να αντιμετωπίσουν εισβολείς από τον βορρά. Η περιοχή ήταν ιδιαίτερης θρησκευτικής σημασίας για τον αρχαίο ελληνικό κόσμο, λόγω της παρουσίας του Μαντείου της Δωδώνης. Το αρχαιότερο μαντείο στον Ελλαδικό χώρο.


Oι ηπειρωτικές φυλές ήταν 14, κατά το Θεόπομπο. Μερικές από αυτές ήταν οι Σελλοί, οι Μολοσσοί, οι Θεσπρωτοί, οι Χάονες, οι Αθαμάνες, οι Κασσωπαίοι, οι Έλλοπες, οι Δρύοπες, οι Παραβαίοι και οι Αμβρακιώται. Οι τρεις βασικές φυλές που κατοίκησαν την περιοχή ήταν οι Χάονες στα βορειοδυτικά, οι Μολοσσοί στο κέντρο και οι Θεσπρωτοί δυτικά. Διακεκριμένη βασιλική οικογένεια που εμφανίστηκε κατά την ύστερη κλασική εποχή ήταν οι Αιακίδες, από τη φυλή των Μολοσσών.

Στην βιογραφία του Βασιλιά Πύρρου, υποστηρίζει ότι ο Αχιλλέας λατρευόταν ως θεός στην Ήπειρο και στην τοπική διάλεκτο ονομαζόταν ''Ασπετός'' (δηλαδή αμίλητος, μη προσεγγίσιμος στην Ομηρική γλώσσα).
Οι Ηπειρώτες βασιλείς θεωρούσαν ότι κατάγονται από τον Αιακό και τον εγγονό του Αχιλλέα. Σύμφωνα με την τοπική τους παράδοση, από τον υιό του τελευταίου Πύρρο ( Νεοπτόλεμο ), γεννήθηκε ο Μολοσσός, γενάρχης των Μολοσσών. Τον 5ο αιώνα, οι βασιλείς Άδμητος και Θαρύπας κατέστησαν τους Μολοσσούς κυρίαρχη φυλή, ενώνοντας υπό αυτήν όλα τα ηπειρώτικα φύλα. Θεωρείται δε ότι έκτοτε μόνον οι Μολοσσοί είχαν βασιλεία, ενώ οι υπόλοιπες φυλές είχαν «Προστάτας Επετησίους».

Από τους Νοτιο-έλληνες, πρώτοι οι Ηλείοι και μετά οι Κορίνθιοι (περίπου τον 8ο αιώνα) ίδρυσαν αποικίες στα παράλια της Ηπείρου, κτίζοντας μερικές πόλεις όπως η Επίδαμνο, Απολλωνία, Ανακτόριον και Αμβρακία.
Από τον 6ο αιώνα, η Κόρινθος είχε πετύχει να εξασφαλίσει τον οικονομικό έλεγχο επί των ηπειρωτικών φυλών. H κατάσταση αυτή διατηρήθηκε αμετάβλητη έως τις αρχές του Πελοποννησιακού πολέμου ( 431 - 404 ),


Οι Μολοσσοί, υπό τον βασιλέα Θαρύπα, έγιναν σύμμαχοι των Αθηνών, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα την εισβολή στην Ήπειρο του αττικού πολιτισμού. Με κύριους φορείς τους Μολοσσούς και το φιλοαθηναίο Θαρύπα σημειώθηκαν από τα τέλη του 5ου αιώνος ριζικές αλλαγές ( μεγαλύτεροι και τειχισμένοι οικισμοί, θέσπιση ετησίων αρχόντων και Βουλής, κοπή τοπικού νομίσματος, εισαγωγή αττικού αλφαβήτου και γραφής ). Με πρωτοβουλία των Μολοσσών συγκροτήθηκε το 330 και το «Κοινόν των Μολοσσών», η πρώτη πολιτική ομοσπονδία της περιοχής. Με τη βίαιη έξωση των τελευταίων Αιακιδών ( το έτος 232 ) και την γενίκευση της Δημοκρατίας, δημιουργήθηκε με πρωτοβουλία των Χαόνων το «Κοινόν των Ηπειρωτών» ( 232 - 168 ), μία νέα, ευρύτερη ομοσπονδία, στην οποία μετείχαν όλα τα ηπειρωτικά φύλα, από τον Αμβρακικό έως τις εκβολές του Αώου.
Με βάση παραδείγματα περισσότερο γνωστά από άλλες περιοχές της
αρχαίας Ηπείρου, τεκμαίρεται ότι οι Ηπειρώτες της ύστερης εποχής
του Χαλκού και της πρώιμης εποχής του Σιδήρου ήταν εγκατεστημένοι σε
χωριά, κατά κανόνα ατείχιστα, ασχολούμενοι με τη γεωργία και κυρίως
με την κτηνοτροφία. Κατοικούσαν σε πολύ απλά σπίτια, συνήθως μονόχωρα, κατά κανόνα από ξερολιθιά στα θεμέλια. Πολλοί από αυτούς ζούσαν νομαδική ζωή και ασκούσαν το μεταπρατισμό στα κέντρα των πεδινών περιοχών, που τα αποτελούσαν οι αποικίες και οι μόνιμοι αγροτικοί
οικισμοί. Παράλληλα, στα ορεινά της Πίνδου υπήρχαν και ημιμόνιμοι
κτηνοτροφικοί οικισμοί.
