Πανδοσία
Πανδοσία
Η πόλη χτίστηκε σε λόφο ύψους περίπου 100 μέτρων από Ηλείους αποίκους τον 8ο ή 7ο αι. π.Χ., σε σημείο μάλιστα που προϋπήρχε κάποιος μικρός οικισμός χωρίς όμως περισσότερες πληροφορίες. Θεωρείται δε έδρα της ''Τετράπολης'', των τεσσάρων δηλαδή αποικιών που ίδρυσαν οι Ηλείοι την ίδια περίοδο στην περιοχή της Κασσωπαίας στην Ήπειρο (Βουχέτιο-Ελάτρια-Βατίες).
Η προσπέλαση της Αρχαίας Πανδοσίας γινόταν θαλασσίως και μέσω του πλωτού Αχέροντα ποταμού, ο οποίος στο Καστρί απέχει μόλις 100-200 m από την οχυρωμένη πόλη. Στα σημεία αυτά είχαν βρεθεί μεταλλικοί κρίκοι προσδέσεως των σκαφών. η αρχαία πόλη βρίσκεται στο λόφο του σημερινού χωριού Καστρί ΔΔ. Φαναρίου του Δήμου Πάργας Ν. Πρέβεζας. Η ακρόπολη αυτή δεσπόζει σε όλη την περιοχή, με σημαντική θέα σε όλη την περιοχή.
Η Πανδοσία ήταν από τις αρχαιότερες και τις σημαντικότερες ηπειρωτικές πόλεις. Το έτος 345 π.Χ., ή κατ άλλους το 343/2 π.Χ., ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος κυρίευσε την Πανδοσία για την χαρίσει μαζί και με τρεις άλλες στο βασιλιά των Μολοσσών Αλέξανδρο, αδελφό της γυναίκας του Μυρτάλης Ολυμπιάδας. Η δωρεά αυτή έγινε διότι το Μαντείο της Δωδώνης είχε δώσει στο βασιλιά Αλέξανδρο το χρησμό να «αποφύγει αυτά τα τείχη γιατί ήταν γραφτό ότι θα πέθαινε κοντά στα τείχη της Πανδοσίας». Γι' αυτό ενήργησε αντ' αυτού ο γαμπρός του Φίλιππος Β. `Ομως ο Αλέξανδρος δεν μπόρεσε να αποφύγει τη μοίρα του. Κατά σύμπτωση, υπήρχε και στην Ιταλία μια αποικία των Ελλήνων Κροτωνιατών που λεγόταν κι αυτή Πανδοσία, μιά οχυρή πόλη στα σύνορα προς τη Λευκανία. Όταν οι Ταραντίνοι κάλεσαν τον Αλέξανδρο στην Ιταλία κι εκείνος πήγε, ο χρησμός επαλήθευσε αλλά με την άλλη Πανδοσία. Εκεί έχασε τη ζωή του.
Λέγεται ότι ένα από τα παλάτια του Βασιλέως Πύρρου Α της Ηπείρου βρισκόταν στην Πανδοσία. Η πόλη Πανδοσία της Ηπείρου καταστράφηκε το 167-168 π.Χ. από τους Ρωμαίους (Αιμίλιος Παύλος), οι οποίοι σε λίγο επέτρεψαν την ανοικοδόμηση ενός μέρους από τα τείχη της στην κορυφή του λόφου (167-148 π.Χ.). Οι Ρωμαίοι θέλοντας να ενισχύσουν το αποικιακό στοιχείο, που ήταν ανέκαθεν εχθρικό προς τους Ηπειρώτες, όρισαν την Αρχαία Πανδοσία ως έδρα του Κοινού των Ηπειρωτικών φύλων που είχαν αποστατήσει από τους Ρωμαίους στον Γ' Μακεδονικό πόλεμο (171-168 π.Χ.) και της παραχώρησαν το δικαίωμα να εκδίδουν χάλκινο νόμισμα. Το Κοινό αυτό τελούσε υπό την εποπτεία του Ηλείου αποίκου Μενεδήμου Αγιάδα. Μετά το έτος 148 π.Χ. η έδρα του Κοινού αυτού μεταφέρθηκε στη Δωδώνη, πάλι υπό την εποπτεία του Μενεδήμου που τώρα έφερε και τον τίτλο του ιερέα. Τελικά η Πανδοσία παρήκμασε, διότι το 31 π.Χ. με διαταγή του Οκταβιανού οι κάτοικοί της υποχρεώθηκαν να συνοικίσουν τη νέα πόλη Αρχαία Νικόπολη μετά τη νίκη του στη Ναυμαχία του Ακτίου εναντίον του Αντώνιου και της Κλεοπάτρας.
Η αναβίωσή της στα αυτοκρατορικά χρόνια οφειλόταν κυρίως στα στρατηγικά πλεονεκτήματα της θέσης της. Συγκεκριμένα, η Πανδοσία έλεγχε τη διάβαση του Αχέροντα ποταμού, καθώς κάτω από τα τείχη της βρισκόταν η μεγάλη γέφυρα, απ' όπου περνούσε ο διεθνής χερσαίος δρόμος που οδηγούσε από την Απολλωνία στην Άκτια Νικόπολη. Επίσης, λειτουργούσε και σαν ποταμίσιο λιμάνι, καθώς είχε τον έλεγχο της ποταμοπλοϊας στον ποταμό Αχέροντα.
Οπωσδήποτε η ηπειρωτική Πανδοσία, ακόμη και τα χρόνια του Πλίνιου, στο δεύτερο μισό του 1ου αιώνα μ.Χ., ήταν σημαντική πόλη. Φαίνεται όμως ότι η γειτονική της (σε απόσταση 4χλμ.) Αρχαία Εφύρα υπερτερούσε, διότι ήταν πλησιέστερη στη θάλασσα. Τον 15ο αιώνα μ.Χ. η υποτυπώδης υπάρχουσα Πανδοσία κατελήφθη υπό των Βενετών, στους οποίους και οφείλονται, όπως φαίνεται, οι περισσότερες ανακαινίσεις των αρχαίων τειχών της.