'Ορραον
'Ορραον

Το Αρχαίο Όρραον αποτελεί μια εντυπωσιακή αρχαία ακρόπολη των Μολοσσών. Ολοι οι οικισμοί των Μολοσσών από το υψίπεδο των Ιωαννίνων πρός την πεδιάδα της Αρτας και τον Αμβρακικό Κόλπο, με τις κοιλάδες Λούρου και Αράχθου, αποτελούσαν πέραν των άλλων σκοπών (φυλάκια, φρούρια) και ενδιάμεσους σταθμούς διακίνησης προϊόντων. Το Όρραον ιδρύθηκε τον 4ο αιώνα π.Χ. σε μια στρατηγική θέση (ύψωμα) πλησίον της Αρχαίας Αμβρακίας. Η ακρόπολη είναι οχυρωμένη με ισχυρό διπλό τείχος, το οποίο ενισχύουν τετράγωνοι πύργοι. Εντός των τειχών σώζονται σε πολύ καλή κατάσταση ιδιωτικές κατοικίες και πιθανά ανάκτορα αξιωματούχων.

Η ίδρυση και ο περιτοιχισμός του Ορράου πρέπει να έγινε επί του βασιλέως των Μολοσσών Αλκέτα Α΄ (385-370 π.Χ.) ή το αργότερο στο δεύτερο τέταρτο του 4ου αιώνος π.Χ. Η επιλογή της στρατηγικής αυτής θέσης από τους φιλόδοξους Μολοσσούς έγινε, αφενός για τον έλεγχο του εμπορικού διαύλου επικοινωνίας με τη Νότιο Ελλάδα και αφετέρου για τη φύλαξη του ζωτικής σημασίας για την άμυνα του κράτους τους στρατιωτικού περάσματος. O Αλκέτας Α΄ ήταν Μολοσσός βασιλιάς της Ηπείρου, γιος του Θαρρύπα (ή Θάρυπου) και απέκτησε δύο παιδιά. Τον Αρρύβα, μετέπειτα παππού του Βασιλιά Πύρρου Α' της Ηπείρου.

Το ισχυρό διπλό τείχος, περιμέτρου 750 m., ενισχυμένο με θλάσεις και με πύργους, περιέκλειε ωοειδή έκταση 5,5 εκταρίων, με 100 περίπου σπίτια, εκτός από την απότομη και βραχώδη νότια πλευρά του λόφου, όπου δεν διατηρούνται ίχνη οχύρωσης. Ο πληθυσμός που συγκέντρωνε στην περίοδο της ακμής του υπολογίζεται σε 1.500 - 2.000 άτομα, κατά μία άποψη, ίσως όμως και μέχρι 5.000 - 10.000 άτομα αν ληφθούν υπ' όψιν υπάρχουσες οικίες εκτός των τειχών.
Η εξαιρετικά καλή κατάσταση διατήρησης των κατοικιών, που σε ορισμένες περιπτώσεις σώζουν και τον άνω όροφο, είναι μοναδική στον ελλαδικό χώρο προκειμένου για οικίες της ύστερης κλασικής εποχής. Οι ιδιωτικές λιθόκτιστες οικίες του Ορράου, περίπου εκατό, σπάνιας διατήρησης, σώζουν ενίοτε και τους τοίχους του άνω ορόφου ως τη στέγη, με τα παράθυρα, τις παραστάδες των θυρών και τις δοκοθήκες του άνω ορόφου. Πρόκειται για ευρύχωρα σπίτια, εμβαδού 270 m2 στον τύπο της αγροικίας, εξολοκλήρου λιθόκτιστα με ισοδομική τοιχοποιία από ντόπιο ασβεστόλιθο.


Ο οικισμός υδρευόταν από μια πηγή που βρισκόταν εκτός των τειχών του- ένα μονοπάτι που ξεκινούσε από την ανατολική πύλη οδηγούσε εκεί. Εκτός της φυσικής πηγής, οι κάτοικοι του οικισμού διασφάλισαν την ύπαρξη πόσιμου νερού και με την κατασκευή μιας μεγάλης δεξαμενής όπου συγκεντρωνόταν το βρόχινο νερό. Η δεξαμενή ήταν έργο δημόσιο- ακόμα και με τα σημερινά δεδομένα είναι μια κατασκευή άρτια τεχνικά. Μια πέτρινη κλίμακα από 19 σκαλοπάτια οδηγεί και τον σημερινό επισκέπτη στον πυθμένα της, που ήταν φτιαγμένος από πήλινα όστρακα.
Το Όρραον φύλασσε το πέρασμα από τον Αμβρακικό κόλπο προς το λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων. Γνωρίζουμε από αρχαίες πηγές ότι οι Μολοσσοί είχαν πρόσβαση στον Αμβρακικό, μάλιστα κατείχαν μια μικρή έκταση περίπου 80 σταδίων στις ακτές του. Κανείς δεν μπορούσε να περάσει από τον Αμβρακικό και την πεδιάδα της Άρτας χωρίς να γίνει αντιληπτός από το Όρραον. Επίσης, φύλασσε το πέρασμα από την κοιλάδα του Αράχθου, που ήταν το όριο της επικράτειας των Μολοσσών. Το Όρραον δεν ανήκε στην επικράτεια της Αμβρακίας, αλλά είναι σχεδόν σίγουρο ότι οι κάτοικοι του είχαν εμπορικές σχέσεις με την πόλη- θα διακινούσαν εκεί τα αγροτικά και κτηνοτροφικά προϊόντα τους, αγοράζοντας μετά ότι τους έλειπε.

Το Όρραον υπήρξε μια από τις 4 μόνο πόλεις της Ηπείρου (του «Κοινού των Ηπειρωτών») που αντιστάθηκαν στους Ρωμαίους, το 168 π.Χ., έτος της ρωμαϊκής εισβολής. Το έτος 168-167 π.Χ. ο οικισμός Όρραον καταστράφηκε από τους Ρωμαίους του Αιμίλιου Παύλου, με την ολοσχερή ισοπέδωση των τειχών του