Ντόλιανη (Φανοτή)
Ντόλιανη

Οι πρώτες ενδείξεις της ανθρώπινης παρουσίας στην περιοχή ανάγονται στην Αρχαϊκή εποχή. Χειροποίητα αγγεία από το νεκροταφείο της αρχαίας πόλης χρονολογούνται τον 7ο αι. π.Χ., ενώ στην Ύστερη Αρχαϊκή περίοδο ανήκουν κάποια θραύσματα γραπτής κεραμικής από την ακρόπολη του οικισμού. Η καίρια θέση και η ισχυρή του οχύρωση, σε συνδυασμό με την απουσία άλλων μεγάλων οχυρωμένων οικισμών στην περιοχή, οδήγησαν τον καθηγητή Σωτήρη Δάκαρη στην ταύτιση του οικισμού με την αρχαία Φανοτή, έδρα του θεσπρωτικού φύλου των Φανοτέων, που πιστεύεται ότι κατά την αρχαιότητα κατείχε την περιοχή του μέσου Καλαμά.
Η ίδρυση του αρχαίου οικισμού τοποθετείται στο β΄ μισό του 4ου αι. π.Χ., εποχή κατά την οποία οι Θεσπρωτοί συνοικίζονται για πρώτη φορά σε οργανωμένες πόλεις κατά τα πρότυπα του υπόλοιπου ελληνικού κόσμου. ( στα μέσα του 4ου αι. π.Χ., εποχή κατά την οποία συνοικίζονται και οι υπόλοιπες σημαντικές θεσπρωτικές πόλεις, η Ελέα (Βέλιανη), η Γιτάνη και η Ελίνα.) Ο πληθυσμός του κατά τα ελληνιστικά χρόνια υπολογίζεται στους 1.600 κατοίκους.
Το όνομα της πόλης αναφέρεται από το Ρωμαίο ιστορικό Λίβιο κατά την εξιστόρηση των γεγονότων που προηγήθηκαν της ρωμαϊκής κατάκτησης της Ηπείρου. Ο Ρωμαίος στρατηγός Appius Claudius επιχείρησε -χωρίς επιτυχία να καταλάβει την Φανοτή το 170 / 169 π.Χ. Η πόλη άντεξε στην πολιορκία, αλλά μετά την ήττα του βασιλιά της Μακεδονίας Περσέα στην Πύδνα (168 π.Χ.), παραδόθηκε πρώτη από όλες τις ηπειρωτικές πόλεις την επόμενη χρονιά. Στα μέσα του 4ου αι. π.Χ. η πόλη οχυρώθηκε με ισχυρό διπλό οχυρωματικό περίβολο πλάτους 4.5 μ., κατασκευασμένο από ντόπιο ασβεστόλιθο. Ο εσωτερικός περίβολος (σώζεται σε εξαιρετική κατάσταση, με ύψος που φτάνει τα 6 μ.) προστάτευε την ακρόπολη στην κορυφή του υψώματος και δέχτηκε πολλές επισκευές και τροποποιήσεις ήδη από την αρχαιότητα.
Ο υπόλοιπος οικισμός, που απλωνόταν στις ομαλές πλαγιές του λόφου, προστατευόταν από εξωτερικό περίβολο (διατηρείται αποσπασματικά). Η οχύρωση ενισχυόταν από πύργους και θλάσεις και η κατασκευή της ακολουθούσε παραλλαγές του ψευδοϊσοδομικού συστήματος τειχοποιίας. Ιδιαίτερο στοιχείο της αποτελούσε η προέκταση του τείχους στα ΒΔ, διαμορφώνοντας ένα είδος βραχίονα με δυο σκέλη που παρείχε πρόσβαση στον ποταμό Καλαμά, καθώς και η ύπαρξη επάλληλων ανδήρων που ενίσχυαν την οχύρωση στα Ν. Η πρόσβαση στην πόλη εξασφαλιζόταν από μια κύρια πύλη μνημειακού χαρακτήρα με δύο πύργους και τοξωτή επίστεψη.
Τρεις μικρότερες πύλες εξυπηρετούσαν την επικοινωνία της ακρόπολης με τον υπόλοιπο οικισμό. Η πολεοδομική οργάνωση της πόλης βασιζόταν στην διευθέτηση των κατοικιών κατά μήκος των κεντρικών δρόμων, με τη μεσολάβηση στενότερων.
Το νεκροταφείο του οικισμού βρισκόταν
στους πρόποδες του απέναντι λόφου, σε θέση
που προοριζόταν για ταφική χρήση ήδη από
την Αρχαϊκή εποχή, ενώ συστάδες ελληνιστικών κιβωτιόσχημων τάφων εντοπίστηκαν και
στην ευρύτερη περιοχή γύρω από την αρχαία
πόλη.
Μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση το 168 π.Χ.
η θέση δεν εγκαταλείφθηκε λόγω της κομβικής της θέσης και της επικοινωνίας της με το
σημαντικό δρόμο Απολλωνίας - Νικόπολης.
Από τη Ρωμαϊκή περίοδο μέχρι και την Ύστερη αρχαιότητα η κατοίκηση συνεχίστηκε στην
πεδινή έκταση γύρω από τον αρχαίο οικισμό,
όπως μαρτυρούν τα κατάλοιπα ρωμαϊκού λουτρού Β της παλιάς εθνικής οδού ΗγουμενίτσαςΙωαννίνων και τα κτιριακά κατάλοιπα στην περιοχή της Δράμεσης.
Κατά τον 5ο και 6ο μ.Χ. αι. η ακρόπολη
κατοικήθηκε πιο συστηματικά. Από την επόμενη περίοδο μέχρι και τον 11ο αι. μ.Χ. στο
λόφο δεν διαπιστώνεται οικιστική δραστηριότητα ανάλογη με εκείνη των προηγούμενων
αιώνων. Η διέλευση των σλαβικών φύλων
από την περιοχή τον 6ο - 7ο μ.Χ. αι. αποτυπώνεται στη νέα ονομασία της θέσης, η οποία
σε χρυσόβουλο του Δεσπότη Συμεών Παλαιολόγου του Σέρβου από το 1321, αναφέρεται μαζί με άλλα τοπωνύμια του θέματος της
Βαγενετίας (δυτική Ήπειρος) ως Δολιανοί, τοπωνύμιο σλαβικής προέλευσης ιδιαίτερα κοινό
στην ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου.
Κατά τη Μέση Βυζαντινή περίοδο η κατοίκηση της θέσης επιβεβαιώνεται από την επαναχρησιμοποίηση και επέκταση του αρχαίου
νεκροταφείου (10ος - 11ος μ.Χ.).