Κοινό Ηπειρωτών
Κοινό Ηπειρωτών
Το Κοινό Ηπειρωτών ήταν εθελοντική συμμαχία σε επίπεδο ομοσπονδίας των ετερογενών πόλεων-κρατών της Ηπείρου της ελληνιστικής περιόδου. Η εθελοντική αυτή συμμαχία διήρκεσε μεταξύ 231 π.Χ.-168 π.Χ, δηλαδή από το τέλος της ετήσιας βασιλείας της Δηιδάμειας, κόρης του Πύρρου ΙΙ έως της κατάληψη της Ηπείρου από τους Ρωμαίους υπό τον Αιμίλιο Παύλο το 168 π.Χ. ΔΕΝ πρέπει να γίνεται σύγχυση του Κοινού των Ηπειρωτών (Κοινὸν Ἀπειρωτᾶν) (231-168 π.Χ.) με το προγενέστερο όμοιο ομοσπονδιακό σχήμα, δημιούργημα της Μυρτάλης - Ολυμπιάδας, μητέρας του Μεγάλου Αλεξάνδρου που ονομάσθηκε "Hπειρωτική Συμμαχία" ή "Συμμαχία των Ηπειρωτών" (336-328 π.Χ.). Σε αμφότερες τις ομοσπονδίες είχαμε εθελοντική σύμπτυξη Μολοσσών, με Χάονες, Θεσπρωτούς και αποικίες Ηλείων (Πανδοσία, Βουχέτιον, Ελάτρεια, και Βατίαι), αλλά σε διαφορετικές χρονικές περιόδους. Tην περίοδο του Κοινού των Ηπειρωτών η αρχαία
Ήπειρος φθάνει στο ύψιστο σημείο ακμής της και υπολογίζεται ότι έχει
πληθυσμό περί τους 700.000 κατοίκους. Είχε αποκτήσει επαρκή προστασία του πληθυσμού της μέσα σε τειχισμένους οικισμούς, οι ακροπόλεις
των οποίων χρησίμευαν ως ύστατο καταφύγιο τόσο των πολιτών όσο και
των αγροτών

Μετά τη δολοφονία της Δηιδάμειας, οι Ηπειρώτες ανακήρυξαν ομοσπονδιακή δημοκρατία αντικαθιστώντας τη χαλαρή Ηπειρωτική Συμμαχία των Μολοσσών, με μια πιο διευρυμένη μορφή, το «Κοινό των Ηπειρωτών». Η Συμμαχία των Μολοσσών ή Άπειρος συνυπήρχε μαζί με τη βασιλεία των Αιακιδών. Το Κοινό Ηπειρωτών πλέον δεν συνοδεύεται από παράλληλη εξουσία. Γι αυτό και στερούμεθα ονομάτων ηγετών. Είναι ένα ριζοσπαστικό αυτόνομο όργανο που ασκεί εξουσία στους Ηπειρώτες και περιλαμβάνει πλέον όλα τα φύλα, ηπειρώτες , Θεσπτρωτούς και Ηλείους αποίκους. Μόνο μεμονωμένοι Ηπειρώτες ή πόλεις απουσίαζαν από το Κοινό. Είναι όργανο απολύτως δημοκρατικό με πυραμιδοειδή εξουσία και κορυφή ενιαύσια που υπακούει στη διευρυμένη βάση της. Η οργάνωσή του στηρίζεται στη συνένωση περισσότερων μικρών φυλών, ομάδων που συνθέτουν Ομοσπονδιακό Οργανισμό. Είναι συγκεντρωτικό κράτος αρμόδιο για την άσκηση έσω εξωτερικής πολιτικής, υπεύθυνο επίσης για την οικονομική και τελωνειακή διαχείριση, παραγωγή νομίσματος και τη χορηγία πολιτείας. Δεν είχε συγκεκριμμένη έδρα αλλά μετέφερε την έδρα συνεδριάσεων και αποφάσεων από την Πασσαρώνα, στήν Ελέα, στήν Κασσώπη, την Αμβρακία, κλπ
Τότε η Ήπειρος βρισκόταν σε ύψιστο κίνδυνο: Νότια την πολιορκούσαν οι Αιτωλοί, βόρεια οι Ιλλυριοί, το χειρότερο όμως ήταν η εμφάνιση του κινδύνου από τη Δύση, οι Ρωμαίοι. Τα όρια της Ηπείρου συρρικνώθηκαν καθώς δείχνει ο κατάλογος θεαροδόκων των Δελφών, που χρονολογείται στο τέλος του 3ου αι. π. Χ . Αναφέρονται ξεχωριστά το Άργος, Αμφιλοχικό, η Αμβρακία, η οποία δεν ανήκει στο Κοινό των Ηπειρωτών αλλά έγινε μέλος της Αιτωλικής συμπολιτείας το 223 ή 222 π. Χ., η Κασσώπη, οι Αθαμάνες, η Αρχαία Φοινίκη της Χαονίας, η Αμαντία και το Δυρράχιο. Πολλά έθνη - φυλές έμειναν αρχικά έξω από το Κοινό. Σύμφωνα με επιγραφές από τη Δωδώνη το όνομα του κράτους είναι «Κοινό των Ηπειρωτών» ή «Απειρωτάν». Το συμβούλιό τους, η «Συνέλευση των Ηπειρωτών» ονομάζεται επίσης «Δήμος των Απειρωτάν», «Εκκλησία του Δήμου», και consilium Απειρωτάν[7]. Υπάρχει και ο όρος Απειρώται = Συνέλευση των Ηπειρωτών. Το 230/229 π. Χ., στην Ιλλυρία, με το θάνατο του Άγρωνα βασίλευσε η χήρα του, Τεύτα, που επιτρόπευε τον ανήλικο γιο της, Πίννη. Με ισχυρό Ιλλυρικό στρατό τόλμησε να χτυπήσει και να κυριεύσει ακόμη και τη Φοινίκη. Κατόπιν επιτέθηκε και κατά της Ηπειρωτικής πόλης του Πύρρου Α΄, Αντιγόνειας (Τεπελένι). Οι Ηπειρώτες ενοχλήθηκαν. Με τη βοήθεια του Κοινού των Αιτωλών και του Αχαϊκού Κοινού πέτυχαν μία συνθήκη με τους Ιλλυριούς και επέβαλλαν υποχώρηση από τα εδάφη που είχαν κατακτήσει.

Πιθανολογείται ότι η διοικητική έδρα του Κοινού Ηπειρωτών ήταν στή Δωδώνη. Ομως, στα Γίτανα της Θεσπρωτίας βρέθηκε το ελληνιστικό αρχείο της πόλης, με τα σφραγίσματα των εγγράφων, περίπου 3 000 τον αριθμό, με υψηλή αρχαιολογική σημασία. Άλλη αρχοντία είναι αυτή των προστατών, οι οποίοι προέρχονται ανά ένα από τα μεγάλα έθνη και εκπροσωπούν άλλους μικρότερους προστάτες μικρότερων εθνών. Οι προστάτες αυτοί παραδίδονται φιλολογικά και επιγραμματικά και έχουν πολλές αρμοδιότητες. Το όνομά τους αναγράφεται αμέσως μετά το όνομα του στρατηγού. Η κύρια μέριμνα τους είναι η προστασία των κατοίκων των περιοχών τους. Σε επιγραφή του Ροδοτοπίου ονομάζεται ο προστάτης των Μολοσσών, ως προστάτης μικρότερων κοινών, των Ατεράργων, θέλει να τους ενώσει με το κοινό ενός άλλου έθνους. Υπάρχει έντονος πολιτικός βίος σε όλα τα επίπεδα του κοινωνικού βίου αλλά και μέσα στις μικρότερες κοινωνικές ομάδες. Πέριξ της Ηπείρου υπήρχαν και μικρότερα Κοινά τα οποία είχαν σε λειτουργία τους δικούς τους θεσμούς: κοινότης Βυλλιόνων (Βύλλις), το Κοινό των Βαλαϊτών με δικό τους άρχοντα, το Κοινό των Πρασέβων (στο Βουθρωτό). Αυτό που κατάφερε βασικά το Κοινό Ηπειρωτών ήταν να συγχωνεύσει αυτόχθονα Ηπειρωτικά φύλα ορεσιβίων (π.χ. Αθαμάνες, Χάονες, Τυμφαίοι),με παραλιακά ηπειρωτικά φύλα,όπως Θεσπρωτοί, Κασσωπαίοι, Αμβρακιώτες (Η Αμβρακία, σήμερα Αρτα, στην αρχαιότητα ήταν παραλιακή! Ο σημερινός κάμπος εσπεριδοειδών και ακτινιδίων, είναι προσχώσεις του Αράχθου. Στις ανασκαφές της Αρχαίας Αμβρακίας βρέθηκαν κατασκευές λιμένος), και με αποίκους εξ Ηλείας (π.χ. Ελατριείς, Βατίοι, Βουθρωτοίοι, και Πανδόσιοι). Στην κορυφή της εξουσίας βρισκόταν ο «Στρατηγός» με ετήσια εξουσία που εκλεγόταν από την «Ἐκκλησία», δηλ. τη συνέλευση των Ηπειρωτών. Άλλοι άρχοντες ήταν ο «Γραμματέας του Συνεδρίου» και οι «Προστάτες» των Ηπειρωτών. Το «Συνέδριον» ήταν ένα είδος βουλής που συνεδρίαζε στο Βουλευτήριο της Δωδώνης και πιστοποιούσε τις αποφάσεις της «Εκκλησίας».Επέβαλε κοινό νόμισμα, κοινή νομοθεσία, κοινή γλώσσα, και κοινές εμπορικές σχέσεις.
Η εξωτερική πολιτική του Κοινού των Ηπειρωτών παρουσιάζει ποικίλες διακυμάνσεις. Το 233 έως 231 π. Χ., με την ίδρυσή του, συμμάχησε με τους Αιτωλούς. Οι Ακαρνάνες αναγκάσθηκαν να στραφούν στους Μακεδόνες γιά προστασία και ταυτόχρονα συμμαχούν και με τους Ιλλυριούς, ο βασιλεύς των οποίων Άγρων έστειλε σε μια πόλη τους, την Μεδεώνα (κοντά στό Αγρίνιο), 5.000 Ιλλυριούς οι οποίοι το 231 π.Χ. εξώθησαν τους Αιτωλούς. Αλλά τα πράγματα ήταν επικίνδυνα γιατί οι Ιλλυριοί μπορούσαν να καταστρέψουν όλη την Ήπειρο. Αποτελούσαν ορεσίβιο πολεμικό φύλο και ήταν πάντα ετοιμοπόλεμοι. Η πολιτική του Κοινού Ηπειρωτών παρακολουθούσε τις εξωτερικές καταστάσεις και τις ανάγκες του τια προσήρμοζε ανάλογα. Είχε έτσι ένα περιστασιακό και συγκυριακό χαρακτήρα οργάνωσης και στρατηγικής. Οι Ηπειρώτες τού Κοινού Ηπειρωτών συμμάχησαν με την Ιλλυρή βασίλισσα Τεύτα, η οποία δραστηριοποιήθηκε με μικρά πλοία και έγινε η κυριότερη πειρατίνα της περιοχής. Επέδραμε και ενοχλούσε τους Ιταλούς εμπόρους με αποτέλεσμα να οργιστούν οι Ρωμαίοι και να στραφούν εναντίον της Ιλλυρίας. Ξέσπασε ο Α' Ιλλυρικός πόλεμος, ένας πόλεμος δύσκολος για τους Ρωμαίους. Οι Ρωμαίοι πειραματίστηκαν, δεν διέθεταν εμπειρία σε πολέμους έξω από την Ιταλία, αλλά απέκτησαν εμπειρία. Αυτό ωφέλησε το Κοινό των Ηπειρωτών. Ετσι επιβίωσε σχετικά ειρηνικά και ευημέρησε, γιά 63 χρόνια, θεωρείται μεγάλο διάστημα, ώσπου οι Ρωμαίοι οργανώθηκαν και αποφάσισαν να πάρουν εκδίκηση γιά τις επιθέσεις του Πύρρου Ι. Ετσι το πείραμα Κοινό Ηπειρωτών κατέρρευσε με την επέλαση των λεγεώνων του Αιμίλιου Παύλου το 168 π.Χ.. Καταστράφηκαν 70 πόλεις και 150.000 Ηπειρώτες οδηγήθηκαν δούλοι στή Νότια Ιταλία και στή Ρώμη. Ετσι το πρώτο πείραμα εκούσιας Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας στην Ευρώπη, έλαβε τέλος.
Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, στα δυο άκρα του λεκανοπεδίου
των Ιωαννίνων δεσπόζουν οι περιτειχισμένες πόλεις της Πασσαρώνος (ΒΔ) και της Τέκμονος (ΝΑ), οι οποίες πιθανότατα τώρα επεκτείνονται και ενισχύονται, προκειμένου να προστατεύσουν εν καιρώ
κινδύνου και τον πληθυσμό των γειτονικών περιοχών, που την περίοδο
αυτή αυξάνεται. Παράλληλα απαντούν και ατείχιστοι οικισμοί, στον τύπο των ανοιχτών κωμών, οι οποίοι συνεχίζουν παλαιότερη οικιστική παράδοση, ενώ ιδρύονται και νέοι, όπως φανερώνουν οι ανασκαφές στη θέση Ράχη Πλατανιάς. Επειδή λείπουν οι συστηματικές ανασκαφές και επιφανειακές έρευνες, η εικόνα της οικιστικής οργάνωσης του λεκανοπεδίου
κατά τους ελληνιστικούς χρόνους συμπληρώνεται αποσπασματικά από
τυχαία, επιφανειακά ευρήματα, κυρίως κεραμική. Ενδείξεις για την εγκατάσταση στην περιοχή προέρχονται από θέσεις που απαντούν τόσο στις
παρυφές του λεκανοπεδίου, όπως το Ροδοτόπι, το Νεοχωρόπουλο,
το Αβγό, τα Σερβιανά, το Κουτσελιό η Καστρίτσα, οι Λογγάδες και
η Κρύα. Στον κατάλογο των θέσεων προστέθηκε πρόσφατα και το Μπιζάνι, όπου αποκαλύφθηκε τάφος μακεδονικού τύπου.
Η μοναδική επιτύμβια στήλη που είναι γνωστή από την περιοχή προέρχεται από το Νεοχωρόπουλο. Φέρει το όνομα του «Αντιόχου Μενεφύλου» και στεφάνι δρυός και χρονολογείται στις αρχές του 2ου αι. π.Χ .