Κασσωπαίοι
Κασσωπαίοι
Οι Κασσωπαίοι, ηπειρωτικό φύλο, κλάδος του φύλου των Θεσπρωτών, αρχικά κατοικούσαν σε μικρές ατείχιστες κώμες στην ευρύτερη
περιοχή της Ηπείρου. Αποσπάστηκαν από την κυριαρχία των Θεσπρωτών στα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ. και δημιούργησαν το δικό τους, ανεξάρτητο κράτος, με πρωτεύουσα την Κασσώπη, την οποία συνοίκησαν
κατά το α΄ μισό του 4ου αιώνα π.Χ.. Οι Κασσωπαίοι κατοικούσαν σε
μια εκτεταμένη περιοχή που εκτεινόταν μεταξύ του Αμβρακικού Κόλπου (νότια) και του Ιονίου πελάγους (δυτικά), ανάμεσα στους
ποταμούς Αχέροντα (βόρεια) και Λούρου (ανατολικά). Η χώρα τους
περιελάμβανε μεγάλη ορεινή ενδοχώρα, εύφορες πεδιάδες που έφθαναν έως τις ακτές του Ιονίου και τις πλούσιες λιμνοθάλασσες του Αμβρακικού, που παρείχαν αφθονία αγαθών στους κατοίκους. <Ο Σκύλαξ
ο Καρυανδεύς, εξερευνητής του 6ου αιώνα π.Χ., γράφει στο έργο του
Περίπλους: Ἡ Κασσωπαία ῆτο ἐθνότης ἐγκατεστημένη νοτίως τῆς Θεσπρωτίας καί παροικοῡσαν δέ οὓτοι ἔως τόν Ανακτόριον Κόλπον (εννοεί
Αμβρακικό). Παράπλους δέ ἐστί τῆς Κασσωπαίας χώρας ἣμισυ ἡμέρες.
Ο Στράβων στα Γεωγραφικά θεωρεί τους Κασσωπαίους Θεσπρωτούς .>
Για την πρωτεύουσα του κράτους τους είχαν επιλέξει μια φυσικά
οχυρή και στρατηγική θέση, από την οποία έλεγχαν το δρόμο που διέσχιζε την περιοχή στον άξονα βορρά-νότου και εκείνον που ένωνε την
ενδοχώρα με τα παράλια. Κατά μια άποψη η πόλη κτίσθηκε σε θέση
στην οποία πιθανόν προϋπήρχε κάποιος μικρότερος οικισμός από γηγενείς ηπειρώτες Θεσπρωτούς, με σκοπό να προστατευθεί η εύφορη
πεδιάδα του δυτικού τμήματος της, από τις βλέψεις των Ηλείων εποίκων.
Από τις γραπτές αρχαίες πηγές είναι γνωστό ότι κατά τον 8ο αιώνα
π.Χ. οι Ηλείοι είχαν εγκαταστήσει στην Κασσωπαία τέσσερις αποικίες, την Πανδοσία στο Καστρί του Αχέροντα, την Ελάτρεια στον Παλιορόφορο, τις Βατίες στο Ριζοβούνι και το Βουχέτιον ή Βούχετα στο
κάστρο των Ρωγών. Οι αποικίες αυτές ήταν χτισμένες σε επίκαιρα σημεία κοντά στη θάλασσα ή στις όχθες του Αράχθου, του Λούρου και
του Αχέροντα, οι οποίοι είναι πλωτοί στον κάτω ρου. Έτσι οι άποικοι
έλεγχαν τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της εύφορης Κασσωπαίας και
της Ηπείρου γενικότερα. Εικάζεται πως ανάμεσα στους αυτόχθονες
και τους αποίκους που κατείχαν τις πιο εύφορες πεδιάδες και τα λιμάνια θα σημειώνονταν συχνά συγκρούσεις, κυρίως από το τέλος του
5ου αιώνα π.Χ. και μετά. Για το λόγο αυτό αναγκάστηκαν να περιτειχίσουν τις τρεις από τις τέσσερις αποικίες τους κατά τη διάρκεια του
Πελοποννησιακού Πολέμου, δηλαδή την Πανδοσία, την Ελάτρεια και
το Βουχέτιο. Κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο τα ηπειρωτικά φύλα
τάχθηκαν με το μέρος της Αθήνας και εναντίον της συμμαχίας Σπάρτης
Κορίνθου.
Γύρω στο 385 π.Χ. δημιουργήθηκε το Κοινό των Μολοσσών. Γεωγραφικοί και ιστορικοί λόγοι έφεραν τους Κασσωπαίους να έχουν
στενότερες πολιτικές σχέσεις με το ισχυρότερο φύλο της αρχαίας Ηπείρου, τους Μολοσσούς, και να μοιράζονται την ίδια τύχη. Ο Λούρος
αποτελούσε το φυσικό όριο μεταξύ Κασσωπαίας και Μολοσσίας. Η
κοιλάδα του αποτελούσε βασική οδό συνδέσεως των παραλίων του
Αμβρακικού με το λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων. Για το λόγο αυτό σειρά οχυρωμένων οικισμών και φρουρίων, από τις πηγές του ποταμού
μέχρι τις εκβολές, του εξασφάλιζαν την αμυντική του θωράκιση.
Στην περίοδο του Πελοποννησιακού Πολέμου και στα χρόνια που
ακολούθησαν σημειώθηκε μεγάλη πρόοδος στην οικιστική των πόλεων. Η αρχαία παράδοση αποδίδει αυτή την αλλαγή και τη μεγάλη Κασσώπη στο βασιλιά των Μολοσσών Θαρύπα, που πήρε το μέρος των
Αθηναίων. Μέχρι τότε τα κυριότερα ηπειρωτικά φύλα ήταν σύμμαχοι
των Σπαρτιατών.
Μετά την υποταγή των ηλειακών αποικιών απο τους Μολοσσούς ( που δόθηκε απο το Φίλιππο β΄το 342 π.Χ.), η βόρεια Κασσωπαία,
την οποία ήλεγχαν οι Ηλείοι άποικοι έως το 343/2 π.Χ., περιήλθε
στους Κασσωπαίους. Μαζί της φυσικά και οι πλουτοπαραγωγικές πηγές της βόρειας Κασσωπαίας, της περιοχής βόρεια του Ζαλόγγου, την
οποία διατρέχουν δύο εύφορες πεδιάδες, της Αχερουσίας στον κάτω
ρου του Αχέροντα και του Λούρου Θεσπρωτικού.
Η έντονη αστικοποίηση της περιοχής και η άνθηση της Κασσώπης
κατά τη διάρκεια του 3ου και στις αρχές του 2ου αιώνα π.Χ. οδήγησαν
στη συγκρότηση μιας ομοσπονδίας με το όνομα Κοινό των Κασσωπαίων. Σε αυτήν συμμετείχαν και τα αστικά κέντρα της Κασσωπαίας,
δηλαδή οι αποικίες Βουχέτιο, Πανδοσία και Ελάτρια, διατηρώντας την
αυτονομία τους. Η μεγάλη ακμή είχε σημειωθεί κατά τον 3ο αιώνα,
μετά την υποταγή των ηλειακών αποικιών
Αυτές οι πολιτικές και οικονομικές αλλαγές επέφεραν την έντονη
αστικοποίηση του πληθυσμού, όπως προκύπτει από τις μετακινήσεις
των ορεινών κτηνοτροφικών πληθυσμών προς τους πλούσιους πλέον βοσκοτόπους της Πανδοσίας και του Βουχετίου, στην περιοχή του
Ιονίου και του Αμβρακικού. Η ανάπτυξη των παραλιακών οικισμών και η ίδρυση νέων, όπως στον κόλπο της Ελέας (Αμμουδιά)
στους υστεροκλασικούς και πρώιμους ελληνιστικούς χρόνους, εξηγεί
τη στροφή των Κασσωπαίων προς τη θάλασσα. Οι ευλίμενες ακτές της
Ηπείρου κατείχαν επίκαιρες θέσεις για την επικοινωνία με την Ιταλία
δια μέσου της Κέρκυρας, και διευκόλυναν το διαθαλάσσιο εμπόριο με
τις δυτικές ακτές της Ελλάδας και της Ιλλυρίας.
Η Κασσωπαία είναι η πιο εύφορη και ευνοημένη γεωγραφικά περιοχή της αρχαίας Ηπείρου. Τα λιμάνια της με τα γειτονικά νησιά διευκόλυναν τη θαλάσσια επικοινωνία με τις ακτές της Ιλλυρίας και της
δυτικής και βόρειας Ελλάδος, με τη Μεγάλη Ελλάδα και τα νησιά του
Αιγαίου έως τις ακτές της Μ. Ασίας.
Χάρη στη στρατηγική της θέση απέκτησε οικονομική δύναμη με την
αλιεία, το εμπόριο, την κτηνοτροφία και τα γεωργικά προϊόντα της εύφορης πεδιάδας των παραλίων της Πρέβεζας και του Αχέροντα. Πέραν
αυτού η περιοχή είχε πολλά δάση και με την ξυλεία της κατασκευάζονταν πλοία
Το κέντρο της Κασσωπαίας ήταν η καρδιά της πολιτικής ζωής των
Κασσωπαίων και εκεί λαμβάνονταν οι αποφάσεις της πόλης-κράτους.
Οι κυριότεροι αστικοί οικισμοί, η Πανδοσία, η Ελάτρεια, η Βατία, το
Βουχέτιον βρίσκονταν σε μικρή απόσταση από την πρωτεύουσα και
μπορούσαν σχετικά εύκολα να μεταβαίνουν όλοι οι πολίτες των οικισμών στο πολιτικό αυτό κέντρο για τη συμμετοχή τους στα κοινά.
Η Κασσώπη, μοναδική σε φυσική ομορφιά ελληνική πόλη των
υστεροκλασικών χρόνων, έζησε σε ευημερία ως το 168 π.Χ..