Δυναστεία Αιακιδών

Μετά τα Μυκαιναϊκά χρόνια εμφανίζεται η παρουσία των Μολοσσών στα εδάφη της Ηπείρου και πιο συγκεκριμένα στο λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων, από τον 5ο αιώνα π.Χ. και μετά αναδείχτηκαν σε ηγετική δύναμη της Ηπείρου.
Οι Μολοσσοί περηφανεύονταν για τη βασιλική καταγωγή τους, που είχε τις ρίζες της στον Αχιλλέα, ήρωα του Τρωικού Πολέμου και Βασιλιά της Φθίας. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ο μοναχογιός του Αχιλλέα, ο Νεοπτόλεμος, μετά τον Τρωικό Πόλεμο εγκαταστάθηκε στην Ήπειρο, παίρνοντας ως τρόπαιο πολέμου την Ανδρομάχη, τη χήρα του Έκτορα.
Καρπός της σχέσης του Νεοπτόλεμου και της Ανδρομάχης ήταν ο Μολοσσός, από τον οποίο προήλθε η βασιλική δυναστεία της Ηπείρου. Αξίζει, βέβαια, να σημειωθεί πως οι Μολοσσοί πιθανότατα επινόησαν αυτούς τους μύθος περί της βασιλικής καταγωγής από τον Αχιλλέα γύρω στο 400 π.Χ., εποχή που κυριάρχησαν στο Ιερό της Δωδώνης, θέλοντας πιθανώς να κατοχυρώσουν την κυριαρχία τους στο Ιερό.
Άδμητος της Ηπείρου
Βασίλεψε περίπου στο 469 π.Χ. ήταν νυμφευμένος με τη Φθία I, με την οποία είναι γνωστό πως απέκτησε τουλάχιστον ένα γιο. Ήταν βασιλιάς της φυλής των Μολοσσών και κατοικούσε στην πρωτεύουσα Πασσαρώνα.

Είναι γνωστό ότι το 465 π.Χ. κατέφυγε στην Πασσαρώνα ο Θεμιστοκλής, ο νικητής της Σαλαμίνας. Ο Πλούταρχος γράφει, «Ο Θεμιστοκλής σκέφτηκε να καταφύγει στον Άδμητο, το βασιλιά των Μολοσσών. Αυτός άλλοτε είχε ζητήσει κάτι από τους Αθηναίους και ο Θεμιστοκλής του το αρνήθηκε περιφρονητικά, όταν βρισκόταν στην ακμή της πολιτικής του δύναμης. Γι' αυτό ο Άδμητος ήταν πάντοτε οργισμένος εναντίον του και ήταν φανερό πως αν τον έπιανε, θα έπαιρνε εκδίκηση. Αλλά, στη δύσκολη θέση που έτυχε να βρεθεί τότε ο Θεμιστοκλής, φοβήθηκε περισσότερο τον πρόσφατο φθόνο των συμπατριωτών του παρά την παλιά οργή του ξένου βασιλιά και παραδόθηκε στο έλεός
Ήρθε στην Πασσαρώνα και έγινε ικέτης του Άδμητου, αλλά με έναν τρόπο ξεχωριστό και ασυνήθιστο. Κρατώντας στην αγκαλιά του το γιο του Άδμητου, που ήταν μικρό παιδί, γονάτισε μπροστά στην εστία.Και αυτό το θεωρούν οι Μολοσσοί σαν την πιο μεγάλη ικεσία που δεν μπορεί κανείς να την αρνηθεί. Μερικοί λένε πως η Φθία, η γυναίκα του βασιλιά (Άδμητου), υπέδειξε στον Θεμιστοκλή αυτόν τον τρόπο της ικεσίας και πως έβαλε το γιο της να καθίσει μαζί του μπροστά στην εστία. Άλλοι πάλι λένε πως ο ίδιος ο Άδμητος για να μπορέσει να επικαλεστεί απέναντι εκείνων που κυνηγούσαν τον Θεμιστοκλή θρησκευτικούς λόγους για τους οποίους ήταν ανάγκη να μην τον παραδώσει, μηχανεύτηκε από πριν και έπαιξε μαζί του αυτή την σκηνή της ικεσίας». Αυτά γράφει ο Πλούταρχος. Όταν έφθασαν στην αυλή του Άδμητου απεσταλμένοι των Αθηναίων και των Λακεδαιμονίων για να ζητήσουν την παράδοση του Θεμιστοκλή, ο Άδμητος σεβόμενος τον πατροπαράδοτο θεσμό των Μολοσσών, φυγάδευσε το Θεμιστοκλή διά ξηράς στις μακεδονικές ακτές, από όπου διά θαλάσσης έφθασε στην Ασία.
Μετά το 465 π.Χ., που πέθανε ο Άδμητος, μεσολάβησε ένα διάστημα μέχρι το 422 που οι βασιλιάδες της Ηπείρου «περιέπεσαν στην βαρβαρότητα», όπως γράφει ο Πλούταρχος στο βίο του Πύρρου. Συγκεκριμένα ο Πλούταρχος γράφει: «...Έπετα, όμως, από τους πρώτους βασιλιάδες περιέπεσαν στη βαρβαρότητα και έγιναν και στη δύναμη και στους τρόπους ζωής άσημοι.
Θαρύπας
Βασίλεψε περίπου στο 423-385 π.Χ. Κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου νόμιμος βασιλιάς των Μολοσσών ήταν ο ανήλικος Θαρύπας με επίτροπο και επικεφαλής των Μολοσσών τον Σαβύλινθο. Ανάμεσα στους βάρβαρους που επιτέθηκαν στην Ακαρνανία, το 429 π.Χ., ο Θουκυδίδης αναφέρει τους Μολοσσούς υπό τον Σαβύλινθο. Η Αθήνα υποστήριξε την Ακαρνανία και οδήγησε τους αντιπάλους της σε ήττα, η οποία εντυπωσίασε τόσο τους Μολοσσούς, ώστε έστειλαν τον ανήλικο βασιλιά τους Θαρύπα στην Αθήνα για εκπαίδευση. Κατά την παραμονή του, μυήθηκε στην αττική παιδεία και επηρεάστηκε βαθύτατα από τον πολιτισμό της Αθήνας. Οι Αθηναίοι τον έκαναν τιμητικά και Αθηναίο πολίτη . Γι'αυτό και ο Θαρύπας, όταν αργότερα ξαναέγινε βασιλιάς των Μολοσσών, ήταν με το μέρος των Αθηναίων. Η μόρφωσή του τού χάρισε μεγάλη δημοφιλία ανάμεσα στους υπηκόους του.

Ο Θαρύπας γύρισε το 423 π.Χ. στην Ήπειρο, αναλαμβάνοντας το θρόνο των Μολοσσών. Εκτόπισε οριστικά την σπαρτιατική επιρροή αντικαθιστώντας την με την αθηναϊκή. Μαζί του έφερε ένα φιλοπρόοδο πνεύμα, που επηρέασε όχι μόνο τους Μολοσσούς, αλλά όλα τα ηπειρωτικά φύλα. Ευθύς αμέσως ακολουθεί αντιαποικιακή πολιτική. Στα πλαίσια αυτής της πολιτικής δημιουργείται ο πρώτος πολιτικός συνασπισμός των Ηπειρωτικών φύλων, το Κοινόν των Μολοσσών.
(Πιστεύεται δε πως τον χρόνο που επέστρεψε ο Θαρύπας, ο Ευριπίδης τού έκανε ως αποχαιρετιστήριο δώρο, τη διδασκαλία της τραγωδιας «Ανδρομάχη» στην πρωτεύουσά του, την Πασσαρώνα, δράμα στο οποίο εκφράζεται δυνατό µίσος για τη Σπάρτη, και τονίζεται η ηρωική καταγωγή του βασιλικού γένους των Μολοσσών, που είχε κινδυνεύσει από τις σπαρτιατικές ενέργειες.)
Ο Θαρύπας παράλληλα επέβαλε την παράδοση ότι οι Μολοσσοί κατάγονται από τη γενιά του Αχιλλέα και του γιου του Νεοπτόλεμου. Από τις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ., νέες συνθήκες διαμορφώνουν τον πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό βίο των Ηπειρωτών.
Ο Θαρύπας ήταν αυτός που καθιέρωσε την γραφή στους Ηπειρώτες και αλλάζει με γρήγορα βήματα την ζωή των κατοίκων σε μία πολιτιστική επανάσταση όπως θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί. Έπειτα, για την οργάνωση της πολιτείας συντάσσει σύνταγμα και νόμους που πρέπει να ακολουθούν οι Μολοσσοί και δημιουργεί ταυτόχρονα τα πρώτα αστικά κέντρα αφήνοντας πίσω τις απομακρυσμένες συνοικίες στην άπειρη γη της Ηπείρου. Όμως, σημαντικότερο όλων είναι πως δημιούργησε οργανωμένη οικονομική ζωή στην Ήπειρο και δημιουργεί τα πρώτα νομίσματα.
Κατά την περίοδο του εκσυγχρονισμού του κράτους των Μολοσσών,
πιθανώς επί Θαρύπα, το πλάτωμα της κορυφής του λόφου στην Καστρίτσα οχυρώνεται με ισχυρό πολυγωνικό τείχος, η περίμετρος του οποίου
ξεπερνά τα 3000 μ.
Τέλος, ο μεγάλος ηγέτης των Μολοσσών πλην των δημόσιων κτηρίων, των ναών, των θεάτρων και των αγορών κατάφερε να φέρει μία τεράστια στρατιωτική νίκη εναντίον των Θεσπρωτών για την περιοχή της Δωδώνης που βρισκόταν το Ιερό Μαντείο που ήταν αφιερωμένο στον Δία και είχε χτιστεί από το προϊστορικό φύλο των Πελασγών για την λατρεία της Μητέρας Γης. Τα ευρήματα των ανασκαφών,
ιδιαίτερα η κεραμική, μαρτυρούν την κυριαρχία του αθηναϊκού εμπορίου
κατά τη διάρκεια του 5ου και 4ου αι. π.Χ., καθώς και κατωιταλιωτικές
επιδράσεις
Θα αποβιώσει το 385 και θα τον διαδεχθεί ο γιος, του μία μεγάλη προσωπικότητα της Ηπείρου, ο φιλοαθηναίος Αλκέτας Α'.

Αλκέτας Α΄της Ηπείρου
Βασίλεψε περίπου στο 385 - 370 π.Χ. Ήταν γιος και διάδοχος του βασιλιά Θαρύπα.

Ο Αλκέτας για άγνωστους λόγους βρέθηκε εξόριστος στην αυλή του Διονυσίου Α΄, τυράννου των Συρακουσών (Σικελία), Ο οποίος επιθυμούσε να διασφαλίσει την κυριαρχία του στην Αδριατική και στο Ιόνιο πέλαγος. Προκειμένου να καταστήσει την Ήπειρο ασφαλή για τα πλοία του, θεώρησε συμφέρον να τοποθετήσει στο θρόνο της χώρας κάποιο φιλικά προσκείμμενο σε αυτόν πρόσωπο.
Ο Αλκέτας ήταν εκείνος που τον βοήθησε να έρθει σε συμφωνία με τους Ιλλυριούς. Ο Διονύσιος Α΄ έστειλε τελικά 2.000 Έλληνες οπλίτες και 500 πανοπλίες στα στρατεύματα του ηγεμόνα των Ιλλυριών, Βαρδύλι, ώστε να επιτεθούν στους Μολοσσούς. Ολόκληρη η περιοχή λεηλατήθηκε, ενώ 15.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους. Τελικά επενέβη η Σπάρτη, υπό τις διαταγές του βασιλιά Αγησιλάου, και με τη βοήθεια των Θεσσαλών, των Μακεδόνων και των ίδιων των Μολοσσών, εκδιώχθηκαν οι Ιλλύριοι από την Ήπειρο. Ωστόσο ο Αλκέτας ανήλθε και πάλι στο θρόνο.
Ο Αλκέτας διατηρούσε φιλία με τον Αθηναίο πολιτικό και στρατιωτικό Τιμόθεο. Σαν αποτέλεσμα, μετά την προσχώρηση των Κερκυραίων, των Κεφαλληνών και των Ακαρνανών στη Δηλιακή Συμμαχία, οι Μολοσσοί δεν δίστασαν να ακολουθήσουν το παράδειγμά τους (το 375 π.Χ. εισχώρησαν στη Δηλιακή Συμμαχία). Έτσι ο Αλκέτας συνέχισε την φιλοαθηναϊκή πολιτική του πατέρα του. Όταν δε ο Τιμόθεος οδηγήθηκε σε μία περίσταση στα δικαστήρια, τόσο ο Αλκέτας , έσπευσε στην Αθήνα να υπερασπιστεί τις θέσεις του Τιμόθεου, συμβάλλοντας στην αθώωσή του.

Μετά το θάνατο του Αλκέτα ο νέος βασιλιάς επρόκειτο να επιλεγεί ανάμεσα στους δύο γιους του, Νεοπτόλεμο και Αρύββα.
Νεοπτόλεμος Β΄
Βασίλεψε περίπου το 370 - 360 π.Χ.
Μετά το θάνατο του Αλκέτα Α΄, βασιλιάς επρόκειτο να επιλεγεί ανάμεσα στους δύο γιους του, Νεοπτόλεμο και Αρύββα. Μετά από σφοδρή διαμάχη δεν βρέθηκε λύση στο ζήτημα και κατ' επέκταση οι δυο τους συμφώνησαν να διαιρέσουν το βασίλειο και να συμβασιλεύσουν. Ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία της χώρας που εγκαταστάθηκε διπλή βασιλεία. Από όσο γνωρίζουμε δεν υπήρχαν κάποιες περαιτέρω προστριβές ως προς αυτό και η συμφωνία τους κράτησε μέχρι το θάνατο του Νεοπτόλεμου γύρω στο 360 π.Χ., όταν το θρόνο ανέλαβε εξ ολοκλήρου ο Αρύββας.
Ο Νεοπτόλεμος απέκτησε από άγνωστη σε εμάς σύζυγο τρία παιδιά: την Τρωάδα, την οποία παντρεύτηκε ο Αρύββας, τον Αλέξανδρο Α΄, ο οποίος διακρίθηκε πραγματοποιώντας το 334 π.Χ. εκστρατεία στη Μεγάλη Ελλάδα (σημερινή Ιταλία), περίπου μισό αιώνα πριν από εκείνη του Πύρρου, και την Ολυμπιάδα, η οποία με παρέμβαση του Αρύββα παντρεύτηκε το Φίλιππο Β΄ τον Μακεδόνα. Το ζευγάρι απέκτησε μαζί τον Μέγα Αλέξανδρο. Συνεπώς ο Νεοπτολεμαίος ήταν παππούς του Μέγα Αλέξανδρου.

Αρρύβας
Βασίλεψε περίπου το 370 - 350 π.Χ.
Διαίρεσαν και συμβασιλεψαν με τον αδερφό του Νεοπτόλεμο Β΄αφότου πέθανε ο πατέρας τους Αλκέτας Α΄. Η συμφωνία τους κράτησε μέχρι το θάνατο του Νεοπτόλεμου περίπου στο 360 π.Χ., όταν το θρόνο ανέλαβε εξ΄ολοκλήρου ο Αρύββας.
Ο Αρύββας νυμφεύτηκε την κόρη του αδελφού του Νεοπτόλεμου Β´, Τρωάδα με την οποία απέκτησε ένα γιο, τον Αιακίδη, πατέρα του διαβόητου Πύρρου. Διέθετε κι έναν μεγαλύτερο γιο, τον Αλκέτα, από άλλη σύζυγο. Τον τελευταίο αναγκάστηκε να τον εξορίσει από το βασίλειό του, όπου εκείνος κυβέρνησε κάποια χρόνια μετά, μετά το θάνατο του αδελφού του και διαδόχου του πατέρα τους, Αιακίδη.
Ο ηγεμόνας των Ιλλυρίων, Βαρδύλι, πραγματοποίησε επίθεση στα εδάφη των Μολοσσών κατά τη βασιλεία του Αρύββα. Ο τελευταίος τότε κατέφυγε σε ένα τέχνασμα: διέδωσε πως επρόκειτο να παραχωρήσει τα εδάφη του στην Αιτωλική Συμπολιτεία. Κατόπιν έστησε ενέδρα με οπλισμένους άνδρες και περίμενε. Οι Ιλλυριοί, που βιάζονταν να προβούν σε λεηλασίες προτού καταφθάσουν οι Αιτωλοί, σκόρπισαν. Με τον τρόπο αυτό οι άνδρες του Αρύββα τους κατατρόπωσαν.
Στη Μακεδονία, μαζί με την Ολυμπιάδα πήγε και ο αδελφός της Αλέξανδρος Α΄(ανίψια του Αρρύβα). Στον τελευταίο ο Φίλιππος έδειξε μεγάλη εύνοια και τελικά έκρινε συμφέρον να τον ανεβάσει στο θρόνο της Ηπείρου. Έτσι το 350 π.Χ., όταν ο Αλέξανδρος ήταν είκοσι ετών, ο Αρύββας ανατράπηκε από το Φίλιππο και οδηγήθηκε στην εξορία, όπου και πιθανότατα πέθανε.

Βρέθηκε σε τέσσερα θραύσματα από τα οποία τα τρία εντοπίστηκαν το 1840 στην Ακρόπολη. Πρόκειται για το μεγαλύτερο τιμητικό ψήφισμα που έχει βρεθεί στην Αθήνα..
Το ψήφισμα, χαραγμένο σε ιωνικό αλφάβητο, αναφέρεται στον Αρύββα, βασιλιά των Μολοσσών της Ηπείρου, γιο του Αλκέτα. Οι Αθηναίοι του παρέχουν φιλοξενία και προνόμια, όταν αυτός εκθρονίζεται από τον Φίλιππο Β΄ της Μακεδονίας και καταφεύγει στην πόλη τους. Ανάμεσα στα προνόμια είναι το δικαίωμα του αθηναίου πολίτη, η μεγαλύτερη τιμή που μπορούσε να αποδοθεί σε ξένο, η οποία παρείχε νομική προστασία, δικαίωμα κατοχής γης και κατοικίας στην Αθήνα, ελεύθερη πρόσβαση στις συνελεύσεις της Βουλής και της Εκκλησίας του Δήμου και φορολογικές ελαφρύνσεις, προνόμια που είχαν χορηγηθεί παλαιότερα στον πατέρα, Αλκέτα, και τον παππού του, Θαρύπα.
Κάτω από την επιγραφή απεικονίζονται στεφάνια από ελιά και δάφνη, τα οποία παραπέμπουν στις ιππικές νίκες του Αρύββα στους Πύθιους και τους Ολυμπιακούς αγώνες, ίσως το 360 και το 352 π.Χ. Στην ανάγλυφη παράσταση, χαμηλότερα, ένας έφιππος άνδρας, ίσως ο ίδιος ο Αρρύβας, ακολουθεί ένα τέθριππο, το οποίο οδηγεί μια Νίκη.
Αλέξανδρος Α΄της Ηπείρου
Βασίλεψε περίπου το 350-330 π.Χ.
Προερχόταν από τη φυλή των Μολοσσών. Ως γιος του Νεοπτόλεμου Β´ και αδελφός της Ολυμπιάδας, ήταν θείος του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ήταν επίσης θείος του Πύρρου της Ηπείρου. Έμεινε γνωστός στην ιστορία για την εισβολή που πραγματοποίησε στην Ιταλική χερσόννησο το 334 π.Χ.
Πήγε μαζί με την Ολυμπιάδα στην Μακεδονία. Στον νεαρό Αλέξανδρο ο Φίλιππος έδειξε μεγάλη εύνοια και τελικά έκρινε συμφέρον να τον ανεβάσει στο θρόνο της Ηπείρου. Έτσι το 350 π.Χ., όταν ο Αλέξανδρος ήταν είκοσι ετών, ο Αρύββας ανατράπηκε από το Φίλιππο και οδηγήθηκε στην εξορία.
Για τη βασιλεία του Αλεξάνδρου οι πληροφορίες μας είναι περιορισμένες. Γνωρίζουμε ότι υπέταξε άλλα φύλα ηπειρωτών και πως παρείχε καταφύγιο στην αδελφή του όταν εκείνη έπεσε σε δυσμένεια το 337 π.Χ. Εντούτοις, η Ολυμπιάδα δεν κατάφερε να τον πείσει να διεξάγει πόλεμο κατά του συζύγου της. Όταν ο Φίλιππος του πρότεινε να παντρευτεί την Κλεοπάτρα, κόρη του ιδίου και της Ολυμπιάδας, ο Αλέξανδρος δέχτηκε, κάτι που ήταν αποκαρδιωτικό για την αδελφή του. Τελικά δεν αναγκάστηκε να την εκδώσει στον άντρα της μιας και ο Φίλιππος δολοφονήθηκε ειρωνικά κατά τη διάρκεια της τέλεσης του γάμου το 336 π.Χ.
Ο Λίβιος μεταφέρει την παράδοση, βάσει της οποίας ο Αλέξανδρος είχε λάβει ένα χρησμό από το μαντείο της Δωδώνης: να αποφεύγει το Αχερούσιο νερό, καθώς και την πόλη Πανδοσία, όπου έμελλε να βρει το θάνατό του. Ο βασιλιάς θεώρησε τότε πως ο χρησμός αναφερόταν στην Πανδοσία της Ηπείρου, στην κοιλάδα του ποταμού Αχέροντα.
Το 334 π.Χ., ο Αλέξανδρος ο Μολοσσός, αποφάσισε να εκστρατεύσει δυτικά όπου οι πόλεις της Μεγάλης Ελλάδας απειλούνταν από κάποια ορεσίβια φύλα, τους Σαμνίτες. Οι τελευταίοι είχαν καταφέρει ήδη να κατακτήσουν μερικές ελληνικές πόλεις και είχαν τη φήμη ικανών πολεμιστών. Από την πλευρά τους, οι ελληνικές πόλεις συνήθιζαν να προσλαμβάνουν μισθοφόρους καταγόμενους από τις περιοχές του κυρίως ελλαδικού χώρου.

Αν ο Αλέξανδρος κατάφερνε να κερδίσει τον πόλεμο αυτό, ήταν πιθανό να πετύχαινε παράλληλα και πλήγμα κατά της πειρατείας. Άλλωστε, αν ο μύθος σχετικά με το χρησμό του θανάτου του είναι αληθινός, δεν είχε κάτι να φοβηθεί μιας και ο Αχέρων ποταμός βρίσκεται στην Ήπειρο. Αφού γνώρισε την επιτυχία ενάντια στους Σαμνίτες, στράφηκε κατά των Λουκανών και των Βρεττίων. Ανακατέλαβε την πόλη της Ηράκλειας, πήρε υπό την κατοχή του το Σιπόντουμ, επίνειο πειρατών, και κατέκτησε την Κονσεντία και την Τιρένα. Μαρτυρίες τον θέλουν να δείχνει σκληρότητα, αποστέλλοντας 300 οικογένειες υπό καθεστώς ομηρείας στην Ήπειρο. Ο Αλέξανδρος κατάφερε να ανοίξει διαπραγματεύσεις με τους Ρωμαίους, οι οποίοι εκείνη την περίοδο είχαν αναπτυχθεί σε υπολογίσιμη δύναμη στον χώρο της κεντρικής Ιταλίας.
Ωστόσο, πάνω που έδειχνε να εδραιώνει τη δύναμή του, ο στρατός του Αλεξάνδρου δέχτηκε αιφνιδιαστική επίθεση κοντά σε μια πόλη με το όνομα Πανδοσία. Παρόλο που περιόρισε τις απώλειες και θανάτωσε τον διοικητή των εχθρών, αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Καθώς οι άνδρες του διέσχιζαν με δυσκολία έναν ποταμό, κάποιος αναφέρε πως το όνομά του ήταν Αχέρων. Θυμούμενος την προφητεία του μαντείου, ο Αλέξανδρος δίστασε για λίγο, αναποφάσιστος. Ωστόσο, παρατηρώντας πως μια ομάδα Λουκανών εξορίστων, που ακολουθούσαν τους άνδρες του ως σύμμαχοι, άρχισε να κινείται απειλιτικά εναντίον του, όρμησε στα νερά. Από το άλογό του τον έριξε ένα δόρυ, που εκτόξευσε ένας Λουκανός.
Ο Λίβιος τοποθετεί το θάνατο του Αλεξάνδρου περίπου τις ημέρες που ιδρύθηκε η Αλεξάνδρεια, δηλαδή τις πρώτες εβδομάδες του 331 π.Χ. Το σώμα του διαμελίστηκε και έτυχε μεγάλης κακομεταχείρισης. Τελικά τα λείψανά του διέσωσε μια γυναίκα η οποία είχε ομήρους συγγενείς στην Ήπειρο και ήλπιζε πως στέλνοντάς τα πίσω στην πατρίδα του βασιλιά, ίσως ξανάβλεπε τα αγαπημένα της πρόσωπα.

Ο θάνατος του Αλέξανδρου Ι της Ηπείρου προκαλεί μια γενική αναταραχή και πολιτική αστάθεια στο εσωτερικό της Ηπείρου και της Ηπειρωτικής Συμμαχίας. Προς αποφυγή εμφύλιας διαμάχης οι Ηπειρώτες αποφασίζουν τη συνένωση του Βασιλείου των Μολοσσών με τα Θεσπρωτικά βασίλεια και τις πρώην αποικίες των Ηλείων. Έτσι δημιουργείται ένα νέο κράτος με το όνομα Άπειρος (= Ήπειρος). Η διοίκηση αυτού του βασιλείου διαμοιράζεται σε δύο βασιλείς. Στην Μυρτάλη - Ολυμπιάδα, σύζυγο του Φιλίππου ΙΙ της Μακεδονίας, ως επιτρόπου του ανήλικου εγγονού της Νεοπτόλεμου και στον θείο της Αρρύβα.
Η Κλεοπάτρα είχε χαρίσει στον Αλέξανδρο το Μολοσσών δύο παιδιά, την Καδμεία και τον Νεοπτόλεμο Γ΄. Καθώς ο γιος τους ήταν πολύ μικρός για να κυβερνήσει, ανέλαβε η ίδια η Κλεοπάτρα τη διακυβέρνηση ως επίτροπος. Σε αντίθεση με τον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο, κάτι τέτοιο δεν ήταν ασυνήθιστο ανάμεσα στις οικογένειες της Ηπείρου. Είναι αξιοσημείωτο πως πρέπει να ήταν επικεφαλής και των κρατικών θρησκευτικών εκδηλώσεων, καθώς το όνομά της περιλαμβάνεται σε έναν κατάλογο θρησκευτικών απεσταλμένων. Γύρω στο 324 π.Χ. η Κλεοπάτρα επέστρεψε στη Μακεδονία όπου έπαιξε ενεργό ρόλο στους πολέμους των Διαδόχων του Αλεξάνδρου του Μέγα.

Αιακίδης
Βασίλεψε περίπου το 324-317 π.Χ. ήταν βασιλιάς των Μολοσσών, φυλής της Ηπείρου, μέλος της Δυναστείας των Αιακιδών. Ήταν γιος του βασιλιά Αρύββα και της Τρωάδας.
Τον πατέρα του, Αρύββα, επρόκειτο λογικά να διαδεχτεί ο μεγαλύτερος γιος του, Αλκέτας, ο οποίος τελικά εξορίστηκε από τον Αρύββα, εξαιτίας της συμπεριφοράς του. Διάδοχός του ορίστηκε ο Αιακίδης, γιος του από την σύζυγό του, Τρωάδα.
Τελικά όμως, τον Αρύββα εκθρόνισε ο βασιλιάς της Μακεδονίας, Φίλιππος Β΄. Ο τελευταίος ανέβασε στο θρόνο των Μολοσσών τον εξάδελφό του και μετέπειτα γαμπρό του, αδελφό της γυναίκας του Ολυμπιάδας, Αλέξανδρο Α΄, ο οποίος έμεινε γνωστός στην ιστορία για την εκστρατεία που πραγματοποίησε στην ιταλική χερσόνησο. (Ωστόσο, παρά τις αρχικές επιτυχίες του βρήκε το θάνατο το 331 π.Χ., την ίδια χρονιά που ο Αλέξανδρος ο Μέγας ίδρυσε την πόλη της Αλεξάνδρειας στο Νείλο.) Ηγεμόνας του βασιλείου ορίστηκε η χήρα του, Κλεοπάτρα, ως επίτροπος του ανήλικου γιου τους, Νεοπτόλεμου. Ωστόσο η Κλεοπάτρα αργότερα μετέβη στη Μακεδονία με τα παιδιά της, ως φιλοξενούμενη του αντιβασιλιά, Αντίπατρου και το θρόνο ανέλαβε ο Αιακίδης, (που σ΄ όλο αυτό το διάστημα είχε καταφύγει στην Αθήνα). Εκείνη την περίοδο φιλοξένησε και την Ολυμπιάδα, αδερφή του Αλεξάνδρου Α΄ και μητέρα του Αλεξάνδρου του Μέγα.

Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ο Αιακίδης νυμφεύθηκε τη Φθία, η οποία καταγόταν από τη Θεσσαλία και ήταν κόρη του Μένονος από τα Φάρσαλα, ήρωα του Λαμιακού Πολέμου. Το ζευγάρι απέκτησε δύο κόρες, τη Δηιδάμεια και την Τρωάδα, καθώς και ένα γιο, που έμεινε γνωστός στην ιστορία ως Πύρρος της Ηπείρου.
Το 323 π.Χ. ο Αλέξανδρος ο Μέγας απεβίωσε στη Βαβυλώνα σηματοδοτώντας την έναρξη ενός αιματοβαμμένου αγώνα για επικράτηση ανάμεσα στους Διαδόχους του. Το 317 π.Χ. ο Αιακίδης βοήθησε τον Πολυπέρχονα να εξασφαλίσει τα δικαιώματα της Ολυμπιάδας και του πεντάχρονου βασιλιά της Μακεδονίας, Αλεξάνδρου Δ' (γιου του Αλεξάνδρου του Μέγα από τη Ρωξάνη) κατά του Φιλίππου του Αρριδαίου. Υπήρξε δε συμφωνία για αρραβώνα ανάμεσα στο μικρό Αλέξανδρο και την επίσης ανήλικη κόρη του Αιακίδη, τη Δηιδάμεια.
Τη βασίλισσα Ολυμπιάδα πολιορκούσε ο Κάσσανδρος, ο οποίος όταν έμαθε πως οι δυνάμεις του Αιακίδη πλησίαζαν, έστειλε εναντίον του το στρατηγό Αταρχία. Ο τελευταίος εκτέλεσε τις διαταγές του με επιτυχία, παρεμποδίζοντας την επέλαση του Αιακίδη. Ο βασιλιάς της Ηπείρου είχε επιπροσθέτως να αντιμετωπίσει τις αποστασίες εκείνων των στρατιωτών που οδηγήθηκαν στην εκστρατεία χωρίς τη θέλησή τους. Τελικά άφησε τους δυσαρεστημένους να φύγουν, ωστόσο εκείνοι, εκμεταλλευόμενοι την απουσία του βασιλιά, οργάνωσαν κίνημα στην πατρίδα πετυχαίνοντας να τον εκθρονίσουν. Αποφάσισαν δε να ταχτούν με το πλευρό του Κάσσανδρου, ο οποίος έστειλε στην Ήπειρο το Λυκίσκο να ασκήσει τα καθήκοντα στρατηγού και αντιβασιλιά. Ο γιος του Αιακίδη, Πύρρος, ήταν μόλις δύο ετών, εντούτοις μια ομάδα πιστών ακολούθων του πατέρα του κατάφερε να τον φυγαδεύσει με ασφάλεια στη χώρα των Ιλλυριών, όπου τον υιοθέτησε ο βασιλιάς Γλαυκίας.
Κουρασμένοι από την επιρροή των Μακεδόνων στα εσωτερικά του κράτους τους, οι Ηπειρώτες επεδίωξαν την επιστροφή του Αιακίδη το 313 π.Χ. Ο Κάσσανδρος αντέδρασε στέλνοντας τον αδερφό του, Φίλιππο, εναντίον τους με στρατό. Ο τελευταίος βιαζόταν ιδιαίτερα να νικήσει τον αντίπαλό του, προτού καταφέρουν να του στείλουν ενισχύσεις οι Αιτωλοί. Παρόλο που ο στρατός του Αιακίδη ήταν ισχυρός και καλά προετοιμασμένος, υπέστη σοβαρές απώλειες. 50 περίπου άτομα από αυτά που βοήθησαν το βασιλιά να επιστρέψει στο θρόνο του, οδηγήθηκαν δεμένα στον Κάσσανδρο. Καθώς ο Αιακίδης κινούταν προς το στρατόπεδο των Αιτωλών, έλαβε χώρα και δεύτερη μάχη κοντά στις Οινιάδες, όπου ο βασιλιάς των Μολοσσών βρήκε το θάνατο.Για να καλυφθεί το κενό οι Ηπειρώτες κάλεσαν από την εξορία το μεγαλύτερο αδερφό του, Αλκέτα Β΄.
Αλκέτας Β΄ της Ηπείρου
Ο Αλκέτας Β΄ (περίπου 313-306 π.Χ.) ήταν βασιλιάς τον Μολοσσών, μέλος της Δυναστείας των Αιακιδών, βασιλέων της Ηπείρου. Ήταν γιος του βασιλιά Αρύββα και μεγαλύτερος αδελφός του Αιακίδη.
Σύμφωνα με τον Παυσανία, ο αυταρχικός χαρακτήρας του στάθηκε η αιτία να τον διώξει ο πατέρας του από το βασίλειο.Τον Αρύββα διαδέχτηκε ο Αλέξανδρος Α΄ και κατόπιν ο Αιακίδης. Μετά το θάνατο του τελευταίου ενώ μαχόταν τον Κάσσανδρο, οι Ηπειρώτες ανακάλεσαν τον Αλκέτα από την εξορία για να καλύψει το κενό εξουσίας που δημιουργήθηκε.
Με την εξέλιξη αυτή τον πραγμάτων, ο Λυκίσκος, στρατηγός του Κάσσανδρου στην Ακαρνανία, εισέβαλε με στρατό στην Ήπειρο, ελπίζοντας να απομακρύνει τον Αλκέτα από το θρόνο προτού μπορέσει να εδραιώσει την κυριαρχία του. Τότε ο Αλκέτας έστειλε τους γιους του, Αλέξανδρο και Τεύκρο, στους διάφορους οικισμούς να συγκεντρώσουν στρατό. Ο ίδιος στρατοπέδευσε με τους άνδρες που είχε ήδη κοντά στον εχθρό και περίμενε να επιστρέψουν οι γιοι του.

Ωστόσο, οι Ηπειρώτες τρόμαξαν στη θέα της υπεροχής των στρατευμάτων του Λυκίσκου και αυτομόλησαν στον εχθρό. Εγκαταλελειμμένος, ο Αλκέτας βρήκε καταφύγιο στις Ευρυμενές, μια πόλη της Ηπείρου. Καθώς η πόλη πολιορκούταν, κατεύθασε με ενισχύσεις ο γιος του Αλέξανδρος. Ακολούθησε βίαιη και πολύνεκρη μάχη, η οποία είχε δυσμενή αποτελέσματα για το Λυκίσκο. Εντούτοις, όταν κατεύθασε ο Δεινίας με ενισχύσεις, έλαβε χώρα δεύτερη μάχη, στην οποία οι Ηπειρώτες ηττήθηκαν. Οι Αλέξανδρος και Τεύκρος ακολούθησαν τον πατέρα τους στη φυγή του με κατεύθυνση κάποιο οχυρό, ενώ ο Λυκίσκος καταλάμβανε της Ευρυμενές, λεηλατώντας και καταστρέφοντάς τις.
Όσο συνέβαιναν αυτά, ο Κάσσανδρος είχε ήδη αρχίσει να κινείται με κατεύθυνση την Ήπειρο για να ενισχύσει το στρατηγό του. Μόλις όμως ενημερώθηκε πως ο Λυκίσκος είχε στεφθεί νικητής, ήρθε σε επαφή με τον Αλκέτα, με τον οποίο τελικά ήρθε σε συμφωνία. Ο τελευταίος του παραχώρησε μάλιστα και μέρος του στρατού του για να τον βοηθήσει στην - αποτυχημένη όπως αποδείχτηκε - πολιορκία της Απολλωνίας που σχεδίαζε.
Ο Αλκέτας εξακολούθησε να κυβερνά για ένα διάστημα ακόμη. Επέδειξε όμως μεγάλη σκληρότητα απέναντι στο λαό. Ως αποτέλεσμα δολοφονήθηκε μαζί με δύο από τους γιους του, τα ονόματα των οποίων ήταν Εσιονεύς και Νίσος, και οι οποίοι ήταν ακόμη σε παιδική ηλικία. Κατόπιν στο θρόνο της Ηπείρου εγκαταστάθηκε με τη βοήθεια του βασιλιά των Ιλλυριών, Γλαύκου, ο εντεκάχρονος ή δωδεκάχρονος γιος του Αιακίδη, ο Πύρρος.
Πύρρος

Ο Πύρρος γεννήθηκε περίπου το 319/318 στην Ήπειρο. Πατέρας του ήταν ο βασιλιάς των Μολοσσών Αιακίδης και μητέρα του η Φθία, θυγατέρα του Μένωνα από τη Θεσσαλία. Είχε δυο αδερφές, τη Δηιδάμεια και τη Τρωάδα. Συνδεόταν, μάλιστα, συγγενικά με τον Μέγα Αλέξανδρο, αφού η γιαγιά του, Τρωάδα Α' ήταν αδερφή της μητέρας του μεγάλου στρατηλάτη, Ολυμπιάδας. Ο ίδιος παντρεύτηκε 4 φορές: την Αντιγόνη, κόρη της Βερενίκης, μετέπειτα βασίλισσας της Αιγύπτου στο πλευρό του βασιλιά της Αιγύπτου Πτολεμαίου Α', τη Λάνασσα, κόρη του Αγαθοκλή, του γνωστού τυράννου των Συρακουσών, την κόρη του βασιλιά των Παιόνων Αυτολέοντα, της οποίας το όνομα δεν διασώθηκε και τέλος τη Βιρκέννα, κόρη του βασιλιά των Ιλλυριών Βαρδυλλίου. Απέκτησε τρεις γιους, τον Πτολεμαίο (Αντιγόνη), τον Αλέξανδρο Β (Λάνασσα), και τον Έλενο (Βιρκέννα) καθώς και μια κόρη την Ολυμπιάδα.

Σε μια προσπάθεια του Αιακίδη, πατέρα του Πύρρου να βοηθήσει την Ολυμπιάδα στον αγώνα της εναντίον του Κάσσανδρου βασιλιά της Μακεδονίας, προκλήθηκε σοβαρή επανάσταση, που ανέτρεψε τον βασιλιά των Μολοσσών και οδήγησε την Ήπειρο σε μακεδονική υποτέλεια. Σε ηλικία περίπου 2 χρονών Πύρρος φυγαδεύτηκε από έμπιστους του Αιακίδη, για να γλιτώσει τη δολοφονική μανία των επαναστατών στον βασιλιά των Ιλλυριών και φίλο του πατέρα του Γλαυκία και στη γυναίκα του Μπερόα. Εκεί, στην αυλή του Γλαυκία, έλαβε τη μόρφωση και την ανατροφή του μέχρι τα 12 χρόνια.
Όταν ο Δημήτριος ο Πολιορκητής, γιος του βασιλιά Αντιγόνου κατέβηκε στην Ελλάδα με εντολή του πατέρα του, για να πολεμήσει τον Κάσσανδρο. Η πορεία του Δημητρίου στεφόταν από επιτυχίες, καθώς ο Κάσσανδρος είχε χάσει τη συμπάθεια των Μολοσσών. Ο Γλαυκίας δεν έχασε ευκαιρία. Το 307 τοποθέτησε τον Πύρρο, στα 12 του χρόνια, βασιλιά της Ηπείρου. Οι συνθήκες φαινόταν ευνοϊκές για τον Πύρρο, ειδικά όταν ο Δημήτριος ο Πολιορκητής παντρεύτηκε την αδερφή του τη Δηιδάμεια. Δυστυχώς, όμως, η βασιλεία και οι αυθαιρεσίες των κηδεμόνων του Πύρρου που δεν μπορούσε να κυβερνήσει μέχρι να ενηλικιωθεί, οδήγησαν σε δεύτερη επανάσταση: όταν ο Πύρρος βρισκόταν σε γιορτή στον Γλαυκία στην Ιλλυρία, οι Μολοσσοί τον εκθρόνισαν και τον εξόρισαν από το βασίλειο του.
Έτσι, λοιπόν, για δεύτερη φορά, το 302 π. Χ., ο 17χρονος τότε Πύρρος βρίσκεται εξόριστος από τη πατρίδα του. Αποφασίζει να πάει στην Ασία, στον γαμπρό του, Δημήτριο Πολιορκητή. Δίπλα του μαθαίνει τη λειτουργία των διαφόρων πολιορκητικών μηχανών, τη πολεμική τέχνη και τη τέχνη της πολιορκίας. Γνωρίζει τους ελέφαντες ως όπλο και τη λειτουργία των φαλάγγων. Αναπτύσσει έτσι τη στρατιωτική του σταδιοδρομία και εξελίσσεται τόσο, που στη μάχη της Ιψός της Φρυγίας το 301, οπού τέσσερις από τους διαδόχους του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο Λυσίμαχος, ο Σέλευκος, ο Κάσσανδρος και ο Πτολεμαίος επιτίθενται κατά του πατέρα του Δημητρίου Αντιγόνου, ο Πύρρος, παρά τη τελική ήττα, κατάφερε να διαπρέψει σε αυτήν τη μάχη.
Παρά τις ήττες του Δημητρίου, ο Πύρρος του παρέμεινε πιστός. Ακόμα κι όταν με συμφωνία κλήθηκε να σταλεί όμηρος στον Πτολεμαίο της Αιγύπτου, ο Πύρρος δέχτηκε χωρίς να το σκεφτεί. Η παραμονή του στην Αίγυπτο αποτέλεσε σταθμό για τη ζωή του. Κέρδισε τις εντυπώσεις και την εύνοια της Αυλής, διακρινόμενος για το χαρακτήρα του και τις καλές του επιδόσεις στον αθλητισμό και το κυνήγι, έγινε προστατευόμενος της βασίλισσας Βερενίκης και παντρεύτηκε την κόρη της, την Αντιγόνη. Ο Πτολεμαίος δεν άργησε να δει στο πρόσωπο του Πύρρου ένα αντίβαρο στην δύναμη του αντιπάλου του Δημητρίου Πολιορκητή, γι' αυτό με συνοπτικές διαδικασίες, το 296, τον κατέστησε βασιλιά της Ηπείρου, παρά την ήδη ύπαρξη βασιλιά του Νεοπτόλεμου. Η συμβασιλεία στην αρχή ήταν ομαλή, όμως, μετά την αποτυχημένη προσπάθεια του Νεοπτόλεμου να τον εξοντώσει, ο Πύρρος δολοφόνησε τον Νεοπτόλεμο και έγινε ο μοναδικός βασιλιάς των Μολοσσών.

Ο επίλογος της περιόδου της συμβασιλείας έλαβε χώρα στην Πασσαρώνα, κατά τη διάρκεια των ετήσιων εορτασμών που λάμβαναν χώρα εκεί. Στις εκδηλώσεις έλαβαν μέρος και οι δύο βασιλείς με την ακολουθία τους, ανταλλάσσοντας δώρα και φιλοφρονήσεις. Κάποιος από τους συμμάχους του Νεοπτόλεμου, ο Γέλων, προσέφερε στον Πύρρο ένα ζευγάρι βόδια για όργωμα. Τα βόδια αυτά ζήτησε από το βασιλιά ο υπηρέτης του, Μύρτιλος, ωστόσο η παράκλησή του δεν έγινε αποδεκτή. Εκμεταλλευόμενος την ευκαιρία, ο Γέλων πήρε κατά μέρος το Μύρτιλο και τον έκανε συνένοχο σε απόπειρα δολοφονίας κατά του Πύρρου. Ωστόσο ο Μύρτιλος αποδείχτηκε πιστός στο βασιλιά του, στον οποίο αποκάλυψε το σχέδιο. Προκειμένου να αποκτήσει περισσότερους μάρτυρες του ειδεχθούς σχεδίου, ο Πύρρος φρόντισε ώστε να μπει στο κόλπο κι άλλος ένας από τους έμπιστους άνδρες του, ο Αλεξικράτης.
Από την πλευρά του ο Νεοπτόλεμος, ανυποψίαστος, ήταν τόσο σίγουρος ότι όλα πήγαιναν σύμφωνα με το σχέδιο, ώστε δεν μπορούσε να κρατηθεί και αφηγούταν τα πάντα στους φίλους του. Το ίδιο έπραξε και κάποιο βράδυ αργά στο σπίτι της αδερφής του, Καδμείας. Πίστευε πως κανείς άλλος δεν άκουγε, ωστόσο εκείνη τη στιγμή μια υπηρέτρια, η Φαιναρέτη, προσποιούμενη ότι κοιμάται γυρισμένη προς τον τοίχο, άκουγε τα πάντα προσεκτικά. Την επομένη, χωρίς να την αντιληφθεί κανείς, μετέφερε ότι είχε μάθει στην Αντιγόνη, τη σύζυγο του Πύρρου. Ο τελευταίος, αρχικά δεν αντέδρασε στα νέα αυτά, ωστόσο λίγο αργότερα, κάποια ημέρα που γίνονταν θυσίες, προσκάλεσε το Νεοπτόλεμο σε δείπνο και τον θανάτωσε, γνωρίζοντας πως η πράξη του έβρισκε σύμφωνους και τους άλλους ευγενείς.
Με την δεύτερη και οριστική επανάκαμψη του Πύρρου στον ηπειρωτικό θρόνο, ξεκινάει και η λαμπρή του πορεία. Μετά τον θάνατο της Αντιγόνης, το 294, ο Πύρρος παντρεύεται τη Λάνασσα, η οποία του έφερε ως προίκα την Κέρκυρα που εποφθαλμιούσε καθώς μπορούσε να τη χρησιμοποιήσει ως ορμητήριο για μελλοντικές εκστρατείες. Με τους επόμενους γάμους του, που έφεραν συγκρούσεις και τελικά οδήγησαν σε διάλυση του γάμου του με τη Λάνασσα, ο Πύρρος εξασφάλισε τα σύνορα του από του Ιλλυριούς και τους Παίονες. Το μεγάλο σχέδιο του Πύρρου ήταν να κατακτήσει την Ελλάδα και το ανατολικό κράτος του Μεγάλου Αλεξάνδρου και να το ενοποιήσει. Πώς γίνεται να μην έχει τόσο μεγάλα σχέδια όταν γύρω του εκτυλίσσεται η μάχη των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου και η ατμόσφαιρα χαρακτηρίζεται από φιλοδοξίες, σχέδια και μεγάλους σκοπούς;
Η ευκαιρία του παρουσιάστηκε μετά τον θάνατο του Κάσσανδρου, όταν οι δυο γιοι του, Αντίπατρος και Αλέξανδρος, συγκρούονται για τον μακεδονικό θρόνο. Ο Αντίπατρος εκτοπίζει τον Αλέξανδρο, με αποτέλεσμα ο δεύτερος να ζητήσει τη βοήθεια του Δημητρίου του Πολιορκητή, χωρίς όμως ανταπόκριση. Στρέφεται έτσι στον Πύρρο. Ο Πύρρος δέχθηκε με χαρά τη πρόσκληση, προσαρτώντας προκαταβολικά τις παλιές μακεδονικές επαρχίες της Τυμφαίας και της Παραυαίας καθώς και την Ακαρνανία, την Αμφιλοχία και την Αμβρακία.
Από την εποχή εκείνη πήρε το όνομα του βασιλιά της Ηπείρου καθώς δημιούργησε ένα σημαντικό βασίλειο που άρχιζε από τα Κεραύνια βουνά και έφτανε στον Αχελώο. Νικά τον Αντίπατρο, ο οποίος καταφεύγει στον πεθερό του Λυσίμαχο, ο οποίος με δόλο και συναντήσεις προσπαθεί να συνάψουν συμφωνία οι τρεις τους. Δεν τα καταφέρνει. Παράλληλα καταφθάνει ο Δημήτριος ο Πολιορκητής από τη Πελοπόννησο και φονεύει τον Αλέξανδρο που είχε στεφθεί βασιλιάς της Μακεδονίας. Ο Δημήτριος αναλαμβάνει το θρόνο (293). Η εξέλιξη αυτή δεν ήταν ευνοϊκή για τον Πύρρο, καθώς ο Δημήτριος ήθελε να επεκτείνει τη κυριαρχία του σε όλη την Ελλάδα, συνεπώς και στην Ήπειρο. Αξίζει να σημειωθεί ότι η σχέση των δυο αντρών είχε έρθει σε ρήξη, ειδικά μετά τον θάνατο της Δηιδαμείας.
Ο Πύρρος, προτίμησε να ασφαλίσει όσο γινόταν τα σύνορα του, προτού προκαλέσει σε ανοιχτή αντιπαράθεση τον Δημήτριο. Όπως προαναφέρθηκε, σύναψε ακόμα δυο γάμους με σκοπό να δημιουργήσει απειλή στα σύνορα του αντιπάλου του, χωρίς όμως να λογαριάζει την περηφάνια της γυναίκας του Λάνασσας, η οποία δεν μπορούσε να τους ανεχτεί. Εγκατέλειψε τον Πύρρο, όσο εκείνος βρισκόταν στη Θεσσαλία, επέστρεψε στην Κέρκυρα και κάλεσε τον Δημήτριο να την παντρευτεί. Ο Δημήτριος δέχθηκε την πρόταση της και γυρνώντας από την Κέρκυρα, κατέκτησε την Λευκάδα. Οι εχθροπραξίες άρχισαν. Στις αρχές του 289, ο Δημήτριος επιτέθηκε στους συμμάχους του Πύρρου, τους Αιτωλούς από τη νότια Θεσσαλία και αφού τους νίκησε προχώρησε στο καθαυτό έδαφος των Αιτωλών, με σκοπό να φτάσει στην Ήπειρο, αφήνοντας τον Πάνταυχο να ανακόψει τη πορεία του Πύρρου. Ο Πάνταυχος και ο Πύρρος συγκρούονται. Ο Πύρρος θριαμβεύει και αναγορεύεται από τους Ηπειρώτες «αετός».
Ο Δημήτριος φοβούμενος, γυρίζει στη Μακεδονία και συνθηκολογεί με τον Πύρρο, ειδικά μετά την λεηλασία της Έδεσσας, ως αντίποινα από τον τελευταίο. Στρέφεται τώρα προς την Ασία, συγκεντρώνοντας κολοσσιαίες δυνάμεις για να επιτεθεί, θορυβώντας τους υπόλοιπους διαδόχους. Συνασπίζονται, παίρνουν με το μέρος τους τον Πύρρο και επιτίθενται στον Δημήτριο. Ο Πύρρος, που ενεπλάκη τελευταίος, φτάνει ανενόχλητος στη Βέροια και τη καταλαμβάνει, προκαλώντας σύγχυση και αγανάκτηση στους στρατιώτες του Δημητρίου. Με προπαγάνδα και ελιγμούς προκαλεί αποστασίες, λιποταξίες και εξάντληση στο μακεδονικό στρατόπεδο.
Τελικά, κάτω από το βάρος των συνθηκών, ο Δημήτριος τράπηκε σε φυγή, αφήνοντας ελεύθερο το πεδίο στον Πύρρο, που χωρίς να χάσει χρόνο αναγορεύτηκε βασιλιάς της Μακεδονίας, μοιράζοντας όμως στη συνέχεια με τον Λυσίμαχο, το πολύτιμο απόκτημα του. Ο Λυσίμαχος όμως ήθελε την αποκλειστικότητα της Μακεδονίας. Μετά την επανεμφάνιση και τη φυλάκιση του Δημητρίου από τον Σέλευκο το 285, ο Λυσίμαχος στράφηκε εναντίον του Πύρρου με εξαιρετικά ενισχυμένες δυνάμεις. Συναντήθηκαν στην Έδεσσα. Εκεί, ο Λυσίμαχος κατάφερε, χωρίς να ξέρουμε αν διεξήχθη μάχη, να απωθήσει τον Πύρρο πίσω στην Ήπειρο και τέλος να αναγορευτεί βασιλιάς της Μακεδονίας.
Μετά την επιτυχία του Λυσίμαχου στη Μακεδονία, ο «αετός» αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Ήπειρο προκειμένου να ανασυνταχθεί, για να μπορέσει να εκπληρώσει το σχέδιο του. Πρέπει να αναγνωρισθεί η επέκταση του ηπειρωτικού βασιλείου εκείνο τον καιρό, τα σύνορα του οποίου άρχιζαν από το σημερινό Δυρράχιο, περιλάμβαναν την Κέρκυρα ολόκληρη την Ήπειρο κι έφταναν ως τον Αχελώο. Εκείνη τη στιγμή, όμως, έρχεται στον Πύρρο μια ευκαιρία που δεν την περίμενε. Οι Ρωμαίοι, ένας ισχυρός λαός, θέλησαν να υποτάξουν τους γειτονικούς λαούς, αποτελώντας απειλή για μια πλούσια εμπορική πόλη, τον Τάρα. Τρυφηλός και φυγόπονος λαός, οι Ταραντίνοι στράφηκαν στον Πύρρο για βοήθεια μετά από παραβιάσεις των Ρωμαίων, στέλνοντας δυο φορές πρεσβείες στον Πύρρο, καθώς ο ηπειρώτης βασιλιάς αρνήθηκε τη πρώτη φορά.
Το 280 π.Χ., όμως, ο Πύρρος αποφάσισε να πραγματοποιήσει εκστρατεία στην Ιταλία, προκειμένου να βοηθήσει τους Ταραντίνους, αλλά και να επεκτείνει την κυριαρχία του. Εκείνη την επόχή, οι Ρωμαίοι βρίσκονταν σε πόλεμο με τους κατοίκους του Τάραντα στην Κάτω Ιταλία. Η ελληνική αυτή πόλη δεν είχε τα μέσα να συνεχίσει τις εχθροπραξίες, ωστόσο η πολιτική μερίδα που υποστήριζε τον πόλεμο δεν επέτρεπε την παύση του. Η τελευταία άσκησε τελικά πίεση στους πολίτες ώστε να αποστείλουν πρόσκληση στην Ήπειρο, ζητώντας από τον Πύρρο να έρθει στην Ιταλία να τους βοηθήσει, αναγνωρίζοντας τις στρατιωτικές του ικανότητες. Έτσι κι έπραξαν, όχι απλά εκ μέρους του Τάραντα, αλλά και ολόκληρης της Κάτω Ιταλίας, συγκεντρώνοντας στρατιώτες από τη Λουκανία, τη Μεσσαπία, το Σάμνιο και τον Τάραντα, κάπου 20.000 ιππείς και 350.000 πεζικάριους στο σύνολο. Αυτό όχι μόνο κέντρισε το ενδιαφέρον του Πύρρου αλλά και την προθυμία των Ηπειρωτών να λάβουν μέρος στην εκστρατεία.
Την ίδια περίοδο (281 π.Χ.), στρατιώτες από τον Τάραντα τον βοήθησαν στην ανάκτηση της Κέρκυρας, μετά την απώλειά της στην υπόθεση με τη Λάνασσα. Στη μάχη αυτή αναφέρεται πως διακρίθηκε ο μεγαλύτερος γιος του, Πτολεμαίος, ο οποίος αν και σε πολύ νεαρή ηλικία κατέλαβε την πόλη με μόλις 60 άνδρες.
Ήταν το 280 π.Χ. όταν αρχικά ο Πύρρος έστειλε στον Τάραντα 3.000 άνδρες με επικεφαλής τον Κινέα, έναν ικανό και σοφό ρήτορα από τη Θεσσαλία, μαθητή του Δημοσθένη, τον οποίο χρησιμοποιούσε συχνά σε διπλωματικές αποστολές. Προτού αναχωρήσει ο ίδιος, ανέθεσε την εποπτεία της Ηπείρου στον γιο του Πτολεμαίο, ο οποίος ήταν μόλις 15 ετών. Επέλεξε, ωστόσο, να πάρει μαζί του τους δύο μικρότερους γιους του, τον Αλέξανδρο και τον Έλενο. Επιπροσθέτως, ο Πύρρος ήρθε σε επαφή με τον τότε κύριο της Μακεδονίας, τον Πτολεμαίο Κεραυνό, για να τον ενισχύσει με Μακεδόνες στρατιώτες. Πράγματι ο Πτολεμαίος του έστειλε 5.000 πεζικάριους, 4.000 ιππείς και 50 ελέφαντες, με την προϋπόθεση να τους αφήσει να επιστρέψουν έπειτα από δύο χρόνια.
Έχοντας κάνει αυτούς τους διακανονισμούς, επιβίβασε σε πολυάριθμα πλοία περίπου 20 ελέφαντες, 3.000 ιππείς, 20.000 πεζικάριους, 2.000 τοξότες και 500 σφενδονήτες και αναχώρησε. Όταν όμως ο στόλος έφτασε στα μέσα του Ιονίου πελάγους, σκόρπισε εξαιτίας ξαφνικής κακοκαιρίας. Όταν πλέον κατάφεραν να συγκεντρωθούν οι αρχικές του δυνάμεις στον Τάραντα, βλέποντας την απροθυμία των ντόπιων να πολεμήσουν πλάι του, τους στρατολόγησε με το ζόρι, απαγορεύοντας στην πόλη τους εορτασμούς, τη χρήση των δημόσιων λουτρών και γενικά κάθε μορφή καλοπέρασης τη στιγμή που βρίσκονταν εν καιρώ πολέμου. Αυτό δυσαρέστησε αρκετούς, οι οποίοι εγκατέλειψαν την πόλη.
Τότε κατέφθασαν νέα ότι ο Πόπλιος Βαλέριος Λαιβίνος, Ρωμαίος με το αξίωμα του Υπάτου για τη χρονιά εκείνη, κινούταν εναντίον του, λεηλατώντας παράλληλα τη Λευκανία.
Προτού εμπλακεί σε μάχη, ο Πύρρος αποφάσισε να στείλει στους Ρωμαίους μήνυμα, με το οποίο τους προέτρεψε να τον αποδεχτούν ως διαμεσολαβητή στη διαφωνία τους με τους Σαμνίτες, Ταραντίνους και Λευκανούς. Σε αντάλλαγμα υποσχόταν τη φιλία του και την παροχή βοήθειας σε περιόδους πολέμου, διαφορετικά μετά το πέρασμα δέκα ημερών θα ξεκινούσαν εχθροπραξίες. Στην απάντησή τους οι Ρωμαίοι εξέφρασαν την περιφρόνησή τους προς την αλαζονεία του, δηλώνοντας ότι δεν φοβούνταν την προοπτική της μάχης μαζί του.
Ο Πύρρος εγκατέστησε το στρατόπεδό του στην πεδιάδα ανάμεσα στις πόλεις Πανδοσία και Ηράκλεια, ενώ οι Ρωμαίοι στις όχθες του ποταμού Σίριου. Ο Πύρρος ανέμενε ακόμη τους συμμάχους του να καταφθάσουν και δίστασε να πάρει την πρωτοβουλία βλέποντας τον εχθρό του καλά οργανωμένο. Ωστόσο οι Ρωμαίοι βιάζονταν να προλάβουν την άφιξή τους κι έτσι άρχισαν να περνούν ταυτόχρονα το ποτάμι σε πολλά σημεία, έτσι ώστε να πανικοβληθούν οι Έλληνες φρουροί και να υποχωρήσουν. Τότε ο Πύρρος διέταξε το πεζικό του να μπει σε σχηματισμό και οδήγησε προσωπικά τους 3.000 ιππείς που είχε στη διάθεσή του, ζυγίζοντας καλά την κατάσταση και προβαίνοντας σε σωστές διορθωτικές κινήσεις στο σχηματισμό του όποτε ήταν απαραίτητο.
Όταν κατά τη διάρκεια της μάχης κινδύνεψε σοβαρά η σωματική του ακεραιότητα, έδωσε σε έναν από τους εταίρους του, το Μεγακλή, την πανοπλία και το μανδύα του, και όρμησε στη μάχη μαζί με τους άνδρες του. Η μάχη ήταν αμφίρροπη για πολλή ώρα και η ανταλλαγή των ενδυμάτων, λίγο έλειψε να του κοστίσει. Καθώς κάποιος από τους αντιπάλους έριξε το Μεγακλή, διαδόθηκε ανάμεσα στους στρατιώτες ότι ο Πύρρος έπεσε στη μάχη. Ως αποτέλεσμα οι Ρωμαίοι πήραν θάρρος και οι Έλληνες απελπίστηκαν. Ωστόσο όταν έμαθε τι είχε συμβεί, ο ίδιος ο Πύρρος κάλπασε μπροστά από τους άνδρες του ακάλυπτος προκειμένου να τους δείξει πως ήταν ακόμη ζωντανός. Τελικά, ήταν η θέα των ελεφάντων, εντελώς πρωτόγνωρη για τους Ρωμαίους, εκείνη που τους έτρεψε σε φυγή, με το ιππικό των Μολοσσών να τους καταδιώκει, χαρίζοντας στον Πύρρο την πρώτη του σημαντική νίκη επί ιταλικού εδάφους.
Ο Διονύσιος υποστηρίζει πως περίπου 15.000 Ρωμαίοι και 13.000 σύμμαχοι του Πύρρου βρήκαν το θάνατο, ωστόσο ο Ιερώνυμος αναφέρει κάπου 7.000 και λιγότερους από 4.000 άνδρες αντίστοιχα. Όπως και να έχει ο Πύρρος έχασε εκείνη τη μέρα καλούς στρατιώτες και ακριβούς φίλους και κατά μία εκδοχή τραυματίστηκε κι ο ίδιος. Μολαταύτα είχε την τύχη όχι μόνο να καταλάβει το στρατόπεδο που εγκατέλειψαν οι Ρωμαίοι αλλά και την ικανοποίηση να νικήσει το ρωμαϊκό στρατό μοναχά με τους άνδρες του και μερικούς Ταραντίνους. Ακολούθως πολλές ιταλικές πόλεις, ανάμεσα στις οποίες και οι Λοκροί, παρακινούμενες από το αποτέλεσμα της μάχης αυτής, παραδόθηκαν στους Ηπειρώτες.

Οι Ρωμαίοι αντιμετώπισαν την ήττα τους με αποφασιστικότητα. Συγκέντρωσαν με ταχύτητα νέες λεγεώνες έχοντας κάθε πρόθεση να συνεχίσουν τις εχθροπραξίες. Ο Πύρρος, φτάνοντας σε απόσταση 300 σταδίων (58,5 χλμ.) από την Ρώμη κρίνοντας πως η κατάληψή της δεν ήταν ρεαλιστική βάσει των δυνάμεων που διέθετε, έστειλε το ρήτορα Κινέα στη Ρώμη για διαπραγματεύσεις και πέρασε τον χειμώνα στην Καμπανία. Η πρεσβεία μετέφερε δώρα και δελεαστικές προτάσεις στους Ρωμαίους: ο βασιλιάς υποσχόταν να επιστρέψει χωρίς λύτρα τους αιχμαλώτους και να βοηθήσει τη Ρώμη να υποτάξει την Ιταλία με αντάλλαγμα συμμαχία και ασυλία για τους Ταραντίνους. Ο λαός και η Σύγκλητος αρνήθηκαν όλα τα δώρα, ωστόσο επιθυμούσαν τη σύναψη ειρήνης, καθώς προέβλεπαν νέα ήττα τώρα που οι Έλληνες της Κάτω Ιταλίας είχαν συνασπιστεί με τους Ηπειρώτες.
Έτσι είχαν τα πράγματα ώσπου επενέβη ο Άππιος Κλαύδιος, ένας διακεκριμένος πολιτικός, ο οποίος είχε εγκαταλείψει πια την ενεργό δράση εξαιτίας της μεγάλης του ηλικίας. Αν και τυφλός πια, μετέβη στη Σύγκλητο όπου εκφώνησε ένα διάσημο λόγο κατά του Κινέα διακηρύσσοντας πως η Ρώμη δεν επρόκειτο να παραδοθεί ποτέ. Πρόκειται για τον πρώτο καταγεγραμμένο λόγο στη λατινική γλώσσα, και αποτελεί την πηγή της έκφρασης «καθένας κατασκευάζει τη δική του τύχη» (quisque faber suae fortunae). Μετά την παρέμβαση του Άππιου Κλαύδιου οι Ρωμαίοι έστειλαν τον Κινέα στον Πύρρο με την παραγγελία να εγκαταλείψει την Ιταλία, διαφορετικά θα συνέχιζαν τον πόλεμο με κάθε δυνατό τρόπο. Παρά το άδοξο τέλος της αποστολής του, ο Κινέας βρήκε την ευκαιρία να περιηγηθεί στην πόλη, να συνομιλήσει με επιφανείς Ρωμαίους και να μεταφέρει τις εντυπώσεις του για τη διακυβέρνηση και τα έθιμα της πόλης στον Πύρρο.
Λίγο αργότερα ο Πύρρος υποδέχτηκε μια ρωμαϊκή πρεσβεία η οποία έφθασε με στόχο τις διαπραγματεύσεις για την τύχη των αιχμαλώτων. Επικεφαλής ήταν ο Γάιος Φαβρίκιος, ένας άνδρας που έμεινε παροιμιώδης ανάμεσα στους συμπατριώτες του για την ακεραιότητα του χαρακτήρα και το ήθος του. Εντυπωσιασμένος από την γνωριμία του με τον Φαβρίκιο, ο Πύρρος συμφώνησε να στείλει πίσω στις οικογένειές τους διακόσιους αιχμαλώτους χωρίς την καταβολή λύτρων, με την προϋπόθεση να επιστρέψουν πίσω εάν χάλαγαν οι διαπραγματεύσεις. Τελικά αυτό έγινε πραγματικά, καθώς η Ρώμη ψήφισε να θανατώσει όποιον από αυτούς έμενε πίσω.
Το 278 π.Χ., όταν ο Γάιος Φαβρίκιος εκλέχτηκε Ύπατος, αποκάλυψε ο ίδιος με σχετικό του γράμμα στον Πύρρο ένα σχέδιο δολοφονίας που εξυφαινόταν εναντίον του. Οι Ρωμαίοι προχώρησαν στην πράξη αυτή από καθαρή υπερηφάνεια, επειδή δεν ήθελαν να ατιμάσουν το όνομα τους, κερδίζοντας τον πόλεμο με άτιμα μέσα. Ο Πύρρος και πάλι προσφέρθηκε να απελευθερώσει τους αιχμαλώτους του από ευγνωμοσύνη, ωστόσο η Ρώμη αρνήθηκε να τους δεχτεί ως δώρο. Τελικά τους αντάλλαξε με ορισμένους από τους αιχμαλώτους που η ίδια είχε συλλάβει στην προηγούμενη μάχη και αξίωσε και πάλι από τον Πύρρο να φύγει.

Ακολούθως ο Πύρρος, αφού αναδιοργάνωσε το στρατό του, προέλασε με κατεύθυνση μια πόλη με το όνομα Άσκλον, όπου συγκρούστηκε και πάλι με το ρωμαϊκό στρατό (279 π.Χ.). Ωστόσο το έδαφος ήταν ακατάλληλο τόσο για το ιππικό του όσο και για τη χρήση των ελεφάντων του. Οι Μακεδόνες έσπασαν τις γραμμές της πρώτης λεγεώνας και την αριστερή πτέρυγα των συμμάχων τους, ωστόσο η τρίτη και τέταρτη λεγεώνα νίκησαν τους Ταραντίνους, τους Όσκους και τους Ηπειρώτες που μάχονταν στο κέντρο της παράταξης του Πύρρου. Ταυτόχρονα δέχτηκε επίθεση και το στρατόπεδό του, κάτι που αποφάσισε να αντιμετωπίσει στέλνοντας εφεδρικό ιππικό και κάποιους ελέφαντες. Κατόπιν εξαπέλυσε τους ελέφαντες ενάντια στην τρίτη και τέταρτη λεγεώνα. Οι Ρωμαίοι κρύφτηκαν σε δασώδη υψίπεδα, αλλά δέχτηκαν πυρά από τους τοξότες και τους σφενδονήτες και δεν κατόρθωσαν να απαντήσουν. Ο Πύρρος έστειλε Αθαμανούς, Αχαρνείς και Σαμνίτες πεζικάριους να διώξουν τους Ρωμαίους από το δάσος, τους οποίους αντιμετώπισε το ρωμαϊκό ιππικό. Και οι δύο πλευρές αποσύρθηκαν το σούρουπο χωρίς να έχουν σημειώσει πρόοδο.
Την αυγή ο Πύρρος έστειλε το ελαφρύ ιππικό του να καταλάβει το δύσκολο έδαφος που του είχε προξενήσει προβλήματα την προηγούμενη ημέρα, αναγκάζοντας τους Ρωμαίους να πολεμήσουν σε ανοικτό έδαφος. Όπως είχε συμβεί και στην Ηράκλεια, έλαβε χώρα σύγκρουση ανάμεσα στη φάλαγγα και τη λεγεώνα, μέχρι τη στιγμή που οι ελέφαντες, υποστηριζόμενοι από το ελαφρύ πεζικό, έσπασαν τις ρωμαϊκές γραμμές. Οι Ρωμαίοι είχαν προνοήσει αυτή τη φορά, φέρνοντας μαζί εξοπλισμό κατάλληλο για μάχη ενάντια στα ζώα αυτά, σημειώνοντας αρχικά κάποια επιτυχία. Ωστόσο αναχαιτίστηκαν από τους ψιλούς που εξουδετέρωσαν τα ρωμαϊκά άρματα. Ταυτόχρονα ο Πύρρος διέταξε τη Βασιλική Φρουρά να εφορμήσει, σφραγίζοντας τη νίκη του.
Οι Ρωμαίοι έχασαν στη μάχη αυτή 6.000 άνδρες, σύμφωνα με τον Ιερώνυμο, ενώ από την πλευρά του Πύρρου, σύμφωνα με τα σχόλια του ίδιου του βασιλιά, χάθηκαν 3500 άνδρες. Από την πλευρά του ο Διονύσιος, που παρέχει λεπτομερή περιγραφή της σύγκρουσης αυτής, δεν αναφέρει δύο μάχες στο Άσκλον, αλλά μοναχά μία ημέρα εχθροπραξιών. Σημειώνει επίσης ότι οι δυνάμεις του Πύρρου, έχοντας χάσει τις αποσκευές τους, τα ζώα, τις σκηνές και τους σκλάβους, στρατοπέδευσαν τη νύχτα στην ύπαιθρο, χωρίς αρκετό φαγητό και ιατρική φροντίδα, με αποτέλεσμα να ξεψυχήσουν πολλοί από τους τραυματίες. Όσο για εκείνους που διακρίθηκαν, ο Διονύσιος ξεχωρίζει τους Μακεδόνες από την πλευρά του Πύρρου, που απέκρουσαν την Πρώτη Λεγεώνα και τους λατίνους συμμάχους, και από την πλευρά των Ρωμαίων τους άνδρες της Δεύτερης Λεγεώνας που αντιμετώπισαν τους Μολοσσούς, Θεσπρωτούς και Χάονες.
Η μάχη αυτή μας έδωσε την έκφραση «Πύρρειος νίκη» που περιγράφει μια επιτυχία με αβάσταχτα μεγάλο κόστος. Ο Πύρρος είχε πλέον χάσει μεγάλο μέρος των δυνάμεών του, καθώς και όλους τους φίλους και στρατηγούς του με ελάχιστες εξαιρέσεις. Επιπροσθέτως δεν είχε κάποιον άλλον να καλέσει από την πατρίδα, ενώ οι σύμμαχοί του στην Ιταλία άρχισαν να δείχνουν απροθυμία για μάχη, σε αντίθεση με τους Ρωμαίους που αναγεννόνταν από τη στάχτη τους και ρίχνονταν στη μάχη με νέα αποφασιστικότητα. Ο Πλούταρχος μεταφέρει πως όταν ο βασιλιάς λάμβανε συγχαρητήρια για τη νίκη του απαντούσε: «Εάν νικήσουμε σε άλλη μια μάχη τους Ρωμαίους, θα καταστραφούμε εντελώς»
Τέτοια ήταν η κατάσταση όταν έφτασαν στον Πύρρο δύο απροσδόκητα μηνύματα. Οι ελληνικές πόλεις της Σικελίας Ακράγαντας, Συρακούσες και Λεοντίνοι τον προσκάλεσαν στα εδάφη τους προκειμένου να τους απαλλάξει από την απειλή της Καρχηδόνας, της έτερης μεγάλης δύναμης στη Δυτική Μεσόγειο. Ταυτόχρονα κατέφθασαν νέα από την Ελλάδα, ότι ο βασιλιάς της Μακεδονίας, Πτολεμαίος Κεραυνός είχε χάσει τη ζωή του κατά τη διάρκεια μιας εισβολής Γαλατών (279 π.Χ.) και πως το πεδίο για την κατάληψη της Μακεδονίας ήταν ελεύθερο. Ο Πύρρος βρήκε δελεαστικότερη την πρώτη πρόταση. Προτού αναχωρήσει, έστειλε τον Κινέα στο νησί να προλειάνει το έδαφος και εγκατέστησε φρουρά στον Τάραντα - προς μεγάλη δυσαρέσκεια των κατοίκων - να προσέχει τα πράγματα κατά την απουσία του.
Οι Καρχηδόνιοι πολιορκούσαν εκείνη την περίοδο τις Συρακούσες από στεριά και θάλασσα, λεηλατώντας παράλληλα τη γύρω περιοχή. Οι κάτοικοι της πόλης είχαν εναποθέσει τις ελπίδες του στον Πύρρο εν μέρει εξαιτίας των συγγενικών του δεσμών με τον παλαιό ηγεμόνα τους, τον Αγαθοκλή. Αφού απέπλευσε από τον Τάραντα, κατέπλευσε δέκα ημέρες μετά στους Λοκρούς, όπου και εγκατέστησε το γιο του, Αλέξανδρο. Αφού έλαβε ενισχύσεις σε άνδρες κι από το Ταυρομένιο, έπλευσε στην Κατάνη, όπου και αποβίβασε τους άνδρες του. Καθώς προέλαυνε προς τις Συρακούσες, ο στόλος του τον ακολουθούσε σε πολεμική ετοιμότητα. Φτάνοντας στην πόλη, αποκαλύφθηκε πως τριάντα καρχηδονιακά πλοία έλειπαν σε αποστολές και τα υπόλοιπα απέφυγαν τη μάχη. Έτσι έγινε αναίμακτα κύριος της πόλης. Εκεί συμφιλίωσε το Θοίνωνα και το Σωσίστρατο, δύο επιφανείς Έλληνες που έριζαν για κυριαρχία στο νησί, κερδίζοντας επιπλέον συμμάχους, στρατιώτες, εξοπλισμό αλλά και δημοφιλία ανάμεσα στον απλό λαό. Ακολούθως άρχισαν να καταφθάνουν πρεσβείες από πολλές πόλεις του νησιού, που παραδίδονταν στα χέρια του και προσέφεραν την υποστήριξή τους στον πόλεμο. Ο Πύρρος τους δέχτηκε όλους με ευγένεια, κάνοντας φιλόδοξα σχέδια για το μέλλον.
Αρχικά κυρίευσε την πόλη της Ηράκλειας, στην οποία στρατοπέδευσε φρουρά των Καρχηδονίων. Έπειτα τους Άζονες. Αργότερα απεσταλμένοι από το Σεληνούντα και άλλες πόλεις ήρθαν σε επαφή μαζί του. Ενισχυμένος με άνδρες των ελληνικών πόλεων της Σικελίας, έτρεψε σε φυγή τους Φοίνικες της γύρω περιοχής. Τελικά στράφηκε εναντίον μιας πόλης στα δυτικά του νησιού, που ονομαζόταν Έρυξ. Εκεί διέμενε μια σημαντική δύναμη Καρχηδονίων και εκ φύσεως η πόλη ήταν σχεδόν απόρθητη. Ο Πύρρος την πολιόρκησε με πείσμα, μια αιματηρή προσπάθεια με μεγάλη διάρκεια, έχοντας στο δυναμικό του 30.000 πεζικάριους, 2.500 ιππείς και 200 πλοία. Η πόλη έπεσε σε μια μάχη κατά τη διάρκεια της οποίας ο βασιλιάς ηγήθηκε προσωπικά της επίθεσης στα τείχη. Μετά τη νίκη του προσέφερε θυσίες κι οργάνωσε λαμπρούς αγώνες.
Κατά τη διάρκεια των επόμενων εκστρατειών του σε διάφορες πόλεις (όπως η Πάνορμος), ο Πύρρος στράφηκε εναντίον των Μαμερτίνων, μιας πολυπληθούς πολεμικής φυλής βαρβάρων που παρενοχλούσαν τους Έλληνες στην ευρύτερη περιοχή της Μεσσήνης. Η προσπάθειά του ήταν επιτυχής καθώς τους νίκησε σε μάχη και κατάφερε να τους αποσπάσει πολλά από τα στρατηγικά σημεία στα οποία διατηρούσαν οχυρά.
Σύμφωνα με το Ρωμαίο ιστορικό Ιουστίνο, χάρις στις επιτυχίες του στο μεγάλο νησί, έλαβε τον τίτλο του «Βασιλέως της Σικελίας» (278 π.Χ.). Ενθουσιασμένος από το γεγονός, προόριζε το βασίλειο της Σικελίας για τον γιο του, Έλενο, ο οποίος ήταν εγγονός του πάλαι ποτέ τυράννου των Συρακουσών, Αγαθοκλή μέσω της κόρης του Λάνασσας (ο Πλούταρχος και ο Διόδωρος θεωρούν τον Αλέξανδρο γιο της Λάνασσας ενώ τον Έλενο γιο της Βιρκέννας). Όσο για τις ιταλικές κτήσεις του, αυτές επρόκειτο να αποδοθούν στον Αλέξανδρο.
Αυτές οι περιστάσεις τον έφεραν σε θέση ισχύος. Ως αποτέλεσμα, όταν η Καρχηδόνα επεδίωξε να διαπραγματευτεί μαζί του ειρήνη, αρνήθηκε κατηγορηματικά ζητώντας της να αποσύρει τα στρατεύματά της από ολόκληρο το νησί. Στην πραγματικότητα είχε βλέψεις στην ίδια την αφρικανική ήπειρο, σχεδιάζοντας μια εκστρατεία στη Λιβύη. Για το σκοπό αυτό άρχισε να στρατολογεί άνδρες και να συλλέγει προμήθειες, μάλιστα με τρόπο που δυσαρέστησε τους Έλληνες της περιοχής, που έβλεπαν στο πρόσωπό του έναν τύραννο, μια εικόνα που δεν χαρακτήριζε μέχρι τότε το βίο του. Η απλή δυσαρέσκεια μετατράπηκε σε αναβρασμό όταν ο Πύρρος στράφηκε ενάντια στο Θοίνωνα και το Σωσίστρατο, που μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν ένθερμοι σύμμαχοι. Τελικά δημιουργήθηκε μια ισχυρή παράταξη αντιπολίτευσης εναντίον του, η οποία δεν δίστασε να απευθυνθεί στους Καρχηδόνιους και στους Μαμερτίνους για βοήθεια. Έτσι, όταν οι Ταραντίνοι και οι Σαμνίτες του έστειλαν απελπισμένο μήνυμα για βοήθεια επειδή η Ρώμη τους είχε φέρει σε δεινή θέση, ο Πύρρος χρησιμοποίησε το γεγονός ως αφορμή για να εγκαταλείψει το νησί, χωρίς παράλληλα να παραδεχθεί πως δεν μπορούσε πλέον να χειριστεί την κατάσταση.
Στα παραπάνω συμφωνούν οι ιστορικοί Διονύσιος και Πλούταρχος. Ο Ιουστίνος διηγείται μια άλλη εκδοχή των πραγμάτων: όταν κατέφθασαν νέα από την Ιταλία για τις επικίνδυνες κινήσεις της Ρώμης, ο Πύρρος βρέθηκε σε μεγάλο δίλημμα: ήταν εξίσου επικίνδυνο να μην αντιμετωπίσει τους Ρωμαίους με το να αποσύρει στρατεύματα από τη Σικελία. Τελικά αποφάσισε να παραμείνει στο νησί απομακρύνοντας οριστικά την απειλή των Καρχηδονίων και μετά να μεταβεί στην Ιταλία, αφού θα είχε ελευθερώσει τα χέρια του. Ως αποτέλεσμα, όταν τελικά αποχώρησε από τη Σικελία, στους συμμάχους του φάνηκε ως παραδοχή ήττας. Έτσι επαναστάτησαν εναντίον του, κάνοντας τους κόπους του να πάνε χαμένοι.
Καθώς όμως αναχωρούσε από τη Σικελία, ο στόλος του δέχτηκε επίθεση από εκείνον των Καρχηδονίων, υποφέροντας μεγάλες απώλειες. Κι όταν πλέον έφτασε στην Ιταλία με τους υπόλοιπους άνδρες του, αντιμετώπισε μια μεγάλη στρατιά Μαμερτίνων, που αν και δεν είχαν την αυτοπεποίθηση να τον παρασύρουν σε ανοιχτή μάχη, κατάφεραν να προκαλέσουν μεγάλη σύγχυση στο στράτευμά του. Μετά από αυτές τις περιπέτειες, ο Πύρρος αφήχθη στον Τάραντα με 20.000 πεζικάριους και 3.000 ιππείς. Σε αυτούς προσέθεσε μερικούς εκλεκτούς άνδρες από την ίδια την πόλη και κατόπιν αναχώρησε προς τη χώρα των Σαμνιτών, όπου στρατοπέδευαν οι Ρωμαίοι. Στον Τάραντα παρέμειναν για να εποπτεύουν την κατάσταση ο γιος του, Έλενος, και ο φίλος του Μίλων.
Προτού ο Πύρρος επιτεθεί (275 π.Χ.), είχε φροντίσει να αποστείλει πρέσβεις στην Ασία και στο βασιλιά της Μακεδονίας, Αντίγονο Β' Γονατά, ζητώντας χρήματα και στρατιώτες. Στην πραγματικότητα δεν έλαβε βοήθεια (τουλάχιστον όχι από τον Αντίγονο), ωστόσο όταν επέστρεψαν οι απεσταλμένοι του, χωρίς καν να διαβάσει τις απαντήσεις, φρόντισε να διαδοθεί η φήμη πως οι ενισχύσεις, Μακεδόνες και Ασιάτες, βρίσκονταν καθ' οδόν. Οι Ρωμαίοι, ωστόσο δεν έδειξαν καμία αντίδραση. Προκειμένου να συγκεντρώσει χρήματα, ο Πύρρος φέρεται πως επιτέθηκε στους Λοκρούς, λεηλατώντας ένα ναό αφιερωμένο στην Περσεφόνη .
Κοντά στο σημερινό Μπενεβέντο είχε στρατοπεδεύσει με τους άνδρες του ο ένας εκ των δύο Ρωμαίων Υπάτων για τη χρονιά εκείνη, ο Μάνιος Κούριος. Ο έτερος Ύπατος βρισκόταν εκείνη τη στιγμή στη Λευκανία κι έτσι ο Πύρρος έστειλε εναντίον του μέρος του στρατού του, για να τον εμποδίσει να ενισχύσει τον Κούριο, τον οποίο έμεινε να αντιμετωπίσει ο ίδιος ο Πύρρος. Αναχώρησε νύχτα προκειμένου να φτάσει κοντά στον εχθρό του κρυφά. Ωστόσο η πυκνή βλάστηση της περιοχής προξένησε προβλήματα στους άνδρες του, οι οποίοι τελικά έφτασαν με το φως της ημέρας, όταν ήταν πλέον κουρασμένοι και αδύνατο να περάσουν απαρατήρητοι.
Ως αποτέλεσμα η επίθεση αποκρούστηκε,με τον Πύρρο να χάνει τους μισούς από τους ελέφαντές του. Την επόμενη ημέρα οι Ρωμαίοι πήραν την πρωτοβουλία της επίθεσης. Η αρχική τους επίθεση, χάρις στην ευστροφία του Πύρρου και τη σθεναρή αντίσταση των Ηπειρωτών, απέτυχε. Ωστόσο ένα δεύτερο κύμα φόβισε τους ελέφαντες - πιθανώς με φλεγόμενα βέλη - κάνοντάς τους να ορμήσουν ενάντια στους Ηπειρώτες. Οι τελευταίοι εγκατέλειψαν το πεδίο της μάχης άτακτα και ο Πύρρος δεν είχε άλλη επιλογή παρά να αποσυρθεί από τη μάχη.
Η ήττα αυτή, που έλαβε χώρα το 275 π.Χ., σε συνδυασμό με την έλλειψη συμμάχων και πόρων για να συνεχιστεί η εκστρατεία, οδήγησε το βασιλιά της Ηπείρου στη δύσκολη απόφαση να εγκαταλείψει τις κτίσεις του και να επιστρέψει στην πατρίδα, έπειτα από έξι χρόνια σκληρών αγώνων.
Ο Πύρρος ήταν και πάλι έτοιμος να επιδιώξει τη πραγματοποίηση του αρχικού του σχεδίου, δηλαδή την κατάληψη της Μακεδονίας. Βάδισε έτσι εναντίον του Αντιγόνου Γονατά, του γιου του Δημητρίου Πολιορκητή. Στη προέλαση του, δεν συνάντησε σοβαρή αντίσταση. Το γόητρο του ήταν αμείωτο και η δόξα του ευρέως διαδεδομένη. Δύο χιλιάδες στρατιώτες του Αντιγόνου λιποτάκτησαν και τάχθηκαν με το μέρος του. Η απόπειρα του Αντιγόνου να τον ανακόψει στα στενά που άνοιγαν τη διάβαση προς τη Μακεδονία, αποδείχθηκε ολοκληρωτική καταστροφή. Ο Πύρρος κατέλαβε το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας αλλά και ολόκληρη τη Θεσσαλία, εκτός από τη Δημητριάδα.
Η βαρβαρική, όμως, και ιερόσυλη πράξη των Γαλατών, φύλου πρωτοεμφανιζόμενου τότε στο προσκήνιο, οι οποίοι έσκαψαν, σύλησαν και πήραν τα χρήματα από τους τάφους των Μακεδόνων βασιλέων, προκάλεσαν το μίσος των Μακεδόνων. Απαιτήθηκε η άμεση τιμωρία των ιερόσυλων. Ο Πύρρος, όμως, ανέβαλε την τιμωρία συνεχώς, καθώς καινούριες πολεμικές απασχολήσεις τον καλούσαν στην Πελοπόννησο και δεν ήθελε να χάσει μέρος του στρατού του. Η αναβολή αυτή, που φάνηκε στα μάτια τους σαν ανοχή ίσως και σαν φόβος, προκάλεσε την αγανάκτηση των Μακεδόνων προς τον Πύρρο. Την αγανάκτηση των Μακεδόνων, προσπάθησε να εκμεταλλευτεί ο Αντίγονος. Με νέες δυνάμεις βάδισε κατά των Ηπειρωτών. Συγκρούστηκε με τον Πτολεμαίο αλλά και πάλι γνώρισε την ήττα.
Ο Πύρρος εντωμεταξύ, αποφάσισε να καθαρίσει την Ελλάδα από τους συμμάχους του Αντιγόνου και μετά να τον εξολοθρεύσει. Σε αυτό συνέβαλε και η πρόσκληση από τον Κλεώνυμο, για βοήθεια στη διεκδίκηση του θρόνου της Σπάρτης. Ο Πύρρος βάδισε κατά της Σπάρτης και του βασιλιά της Αρέα. Ο κακός συγχρονισμός, όμως, και η καθυστέρηση επίθεσης του ηπειρώτη βασιλιά του κόστισε την επιτυχία. Η τύχη και οι ανδρεία των γυναικών της Σπάρτης στάθηκαν καταλυτικοί παράγοντες στην απώθηση του Πύρρου. Παράλληλα, ο Αντίγονος βρέθηκε στην Κόρινθο. Σκοπός του ήταν να καταλάβει το Άργος και να τραβήξει στη Σπάρτη.
Στη πόλη του Άργους, εκείνη τη περίοδο, διαπληκτιζόταν δυο παρατάξεις: η φιλο-μακεδονική του Αρίστιππου και η δημοκρατική του Αριστέα. Ο Αριστέας μόλις αντιλήφθηκε την άφιξη του Αντιγόνου στο Άργος έσπευσε να καλέσει τον Πύρρο για βοήθεια. Ο Πύρρος, που αναζητούσε ευκαιρία να ανακόψει τη πορεία του Αντιγόνου, έσπευσε αμέσως προς το Άργος. Στη πορεία του, όμως, λόγω των ενεδρών του Αρέα, έχασε το γιο του Πτολεμαίο. Έπνιξε ωστόσο τη πατρική του οργή και συνέχισε. Όταν έφτασε στο Άργος, απαίτησε από τον Αντίγονο που είχε φτάσει εκεί, να αναμετρηθούν σε ανοιχτή μάχη. Ο Αντίγονος, συνεχώς, το απέφευγε. Οι κάτοικοι του Άργους, βλέποντας δυο στρατούς να είναι έτοιμοι να συγκρουστούν μπροστά στην πόλη τους, παραμέρισαν τις διαφορές τους και τους κάλεσαν να φύγουν.
Ο Αντίγονος δέχθηκε, όχι όμως και ο Πύρρος. Ένα σκοτεινό βράδυ από μια πύλη που το όνομα της ήταν «Διαμπερές», άρχισε να προωθεί το στρατό του μέσα στην πόλη του Άργους. Όμως, λόγω του θορύβου, οι κάτοικοι τον αντιλήφθηκαν. Μια σφοδρή και παράξενη μάχη άρχισε τότε στους δρόμους του Άργους. Η κατάσταση έγινε δύσκολη για τον Πύρρο και αποφάσισε να υποχωρήσει. Παρήγγειλε στον γιο του Έλενο να σταθεί στην έξοδο και να επιβλέπει τις κινήσεις των εξερχόμενων. Ο αγγελιαφόρος, όμως, παράκουσε και ξαφνικά ο Έλενος βρέθηκε στο Άργος προσπαθώντας να ενισχύσει τον πατέρα του. Η μοιραία στιγμή επήλθε.

Μέσα στην σύγχυση που επικρατούσε, ο Πύρρος τραυματίστηκε από έναν Αργίτη, γιο μιας γριάς και φτωχής γυναίκας. Με λύσσα ο «αετός» του επιτέθηκε. Η μάνα του, όμως, που παρακολουθούσε όπως και οι υπόλοιπες Αργίτισσες τη μάχη από τη στέγη του σπιτιού, έντρομη από την απειλή της ζωής του γιου της, άρπαξε ένα κεραμίδι και το πέταξε προς τον Πύρρο, σπάζοντας τους σπόνδυλους του τραχήλου του πετυχαίνοντας τον. Ο Πύρρος έμεινε αναίσθητος. Τότε ένας στρατιώτης του Αντιγόνου, ο Ζώπυρος, τον αναγνώρισε και τον τράβηξε σε μια στοά. Εκεί, κατάφερε να σκοτώσει τον Πύρρο. Η είδηση του θανάτου του συγκλόνισε εχθρούς και φίλους. Η σορός του κάηκε και η στάχτη του μεταφέρθηκε στην Αμβρακία και προς τιμήν του στήθηκε μνημείο, το γνωστό «Πύρρειον». Έτσι, ο «αετός», το 272 π. Χ, σε μια στοά του Άργους, σε ηλικία περίπου 46 χρονών, δίπλωσε για πάντα τα φτερά του.
Οι σύγχρονοι του Πύρρου τον παρομοίαζαν στην ανδρεία και την πολεμική τέχνη με τον Αλέξανδρο και τον Αχιλλέα. Ο Αννίβας θεωρούσε «των στρατηγών πρώτον μεν εμπειρία και δεινότητι Πύρρον, Σκιπίωνα δε δεύτερον, εαυτόν δε τρίτον». Λέγεται ότι ενώ οι άλλοι βασιλείς του καιρού του έμοιαζαν στον Αλέξανδρο στα πορφυρά ρούχα, στους σωματοφύλακες («δορυφόρους»), στη στάση του κεφαλιού και στη σκληρή γλώσσα, μόνον ο Πύρρος τον θύμιζε στα όπλα, στα κατορθώματα, καθώς επίσης στην «όψιν», στην ταχύτητα και στις κινήσεις. Μιλώντας για τις πολεμικές αρετές του Πύρρου εννοούμε την ανδρεία του στις μάχες αλλά και στις στρατηγικές και τακτικές του ικανότητες, τις οποίες ο ίδιος ο βασιλέας περιγράφει στα «Υπομνήματα» που εκπόνησε.
Oπως ο Αλέξανδρος, έτσι και ο Πύρρος είναι ποτισμένος με τον Όμηρο και τα κατορθώματα του Αχιλλέα, στον οποίο είχαν φροντίσει να αναγάγουν την καταγωγή τους οι Μολοσσοί βασιλείς. Όπως ο Αχιλλέας και άλλοι ομηρικοί ήρωες, επιζητεί μονομαχία με τον αντίπαλο αρχηγό για την τελική λύση της διαφοράς, μονομαχία την έκβαση της οποίας γράφει η απαράμιλλη πολεμική του τέχνη. Παρ' όλο τον πόνο του πριν από την εισβολή στο Άργος προκαλεί σε μονομαχία τον Αντίγονο Γονατά, ο οποίος του απαντά αρνούμενος ότι αυτός εξαρτά τη στρατηγία του από τις περιστάσεις μάλλον παρά από τα όπλα, ενώ στον Πύρρο, αν δεν ευκαιρεί να ζει, έχουν ανοιχθεί πολλοί δρόμοι προς το θάνατο. Αναγνωρισμένη, λοιπόν, και θαυμαστή από το πανελλήνιο η πολεμική ιδιοφυΐα του Πύρρου, δεν ήταν δυνατό να αφήσει ασυγκίνητους τους συμπατριώτες του.
Αλέξανδρος Β΄ της Ηπείρου
Ο Αλέξανδρος Β' βασίλεψε περίπου το 272-245/240 π.Χ.και ήταν βασιλιάς των Μολοσσών, μέλος της Δυναστείας των Αιακιδών. Ανήλθε στο θρόνο του Βασιλείου της Ηπείρου το 272 π.Χ. διαδεχόμενος τον πατέρα του, Πύρρο. Μητέρα του ήταν η Λάνασσα, κόρη του τυράννου των Συρακουσών, Αγαθοκλή.

Αναφέρεται στις αρχαίες πηγές πως ακολούθησε τον πατέρα του, Πύρρο, στην εκστρατεία που πραγματοποίησε στην ιταλική χερσόννησο. Ένας από τους λόγους που οι σικελικές πόλεις πόλεις προσέβλεπαν στον Πύρρο, ήταν οι συγγενικοί του δεσμοί με την οικογένεια του Αγαθοκλή, καθώς και η ύπαρξη γιου με το αίμα της κόρης του Λάνασσας. Μετά την πρόσκληση που απέστειλαν οι Σικελοί στον Πύρρο, προσφέροντάς του τα εδάφη τους, ο Αλέξανδρος παρέμεινε στους Λοκρούς, ενώ ο πατέρας του μετέβη στο νησί.
Μετά το θάνατο του Πύρρου στο Άργος ενώ μαχόταν ενάντια στα στρατεύματα του βασιλιά της Μακεδονίας, Αντίγονου Γονατά, τον διαδέχτηκε ο γιος του, Αλέξανδρος. Αρχικά ήρθε σε σύγκρουση με τον ηγεμόνα της Ιλλυρίας, το Μίτυλλο. Ο Φροντίνος αναφέρει πως σε μία περίσταση έντυσε μερικούς από τους άνδρες του με ιλλυρικά ρούχα και τους έβαλε να «λεηλατούν» δικές του περιοχές. Ανυποψίαστοι οι Ιλλυριοί χαλάρωσαν τις άμυνες τους κι όρμησαν και οι ίδιοι να τους μιμηθούν, θεωρώντας πως οι άνδρες μπροστά τους ήταν απλά δικοί τους ανιχνευτές. Έτσι έπεσαν εύκολα θύματα των Ηπειρωτών.
Κατόπιν, όσο ο Αντίγονος ήταν απασχολημένος με νέες μάχες κατά των Πτολεμαίων, των Σπαρτιατών και τελικά των Αθηναίων, ο Αλέξανδρος βρήκε την ευκαιρία να περάσει τα μακεδονικά σύνορα. Ένα δεύτερο έξυπνο τέχνασμα του σχετίζεται με την πολιορκία μιας καλά εξοπλισμένης πόλης, της Λευκαδίας. Φρόντισε πρώτα να πάρει τα γειτονικά οχυρά, επιτρέποντας στους φυγάδες να καταφύγουν στη Λευκαδία. Με τον τρόπο αυτό οι προμήθειες της πόλης τελείωσαν πολύ γρηγορότερα.
Ο Αντίγονος έσπευσε πίσω στη χώρα του για να αντιμετωπίσει τους Ηπειρώτες. Ωστόσο, πολλοί από τους άνδρες του τον εγκατέλειψαν με αποτέλεσμα να χάσει τόσο τα εδάφη του στην Ήπειρο, όσο και το θρόνο της Μακεδονίας. Εντούτοις, ο γιος του Αντίγονου, Δημήτριος, αν και ήταν ακόμη στην εφηβεία, συγκέντρωσε στρατό όσο απουσίαζε ο πατέρας του και όχι μόνο ανέκτησε τη Μακεδονία, αλλά και έδιωξε τον Αλέξανδρο από το θρόνο του. Στον Αλέξανδρο προσέφεραν καταφύγιο οι Ακαρνάνες, με τον οποίων τη συνδρομή, εκείνος και οι άνδρες του ανακατέλαβαν λίγο αργότερα την Ήπειρο. Ο Πολύβιος κάνει και μια αναφορά σε μια συμφωνία του με την Αιτωλική Συμπολιτεία βάσει της οποίας κατέκτησαν και μοιράστηκαν κάποια εδάφη στην Ακαρνανία.
Ο Αλέξανδρος παντρεύτηκε την ετεροθαλή αδερφή του Ολυμπιάδα, η οποία τού χάρισε τρία παιδιά: τον Πύρρο, τον Πτολεμαίο και τη Φθία. Μετά το θάνατό του η σύζυγός του ανέλαβε τη διακυβέρνηση του κράτους. Η Ολυμπιάδα κατάφερε να συνάψει συμμαχία με τους Μακεδόνες, προσφέροντας στο Δημήτριο το χέρι της κόρης της, Φθίας.
Η αρχαιολογική έρευνα έφερε στο φως αργυρά και χάλκινα νομίσματα του Αλεξάνδρου. Από τη μία όψη διακρίνουμε το κεφάλι νεαρού άνδρα καλυμμένο με το δέρμα της κεφαλής ενός ελέφαντα. Στην πίσω όψη διακρίνεται η Παλλάδα Αθήνα, η οποία κρατά δόρυ και ασπίδα. Μπροστά της στέκεται ένας αετός που πατά πάνω σε έναν κεραυνό.
Ολυμπιάδα της Ηπείρου
Ολυμπιάδα (3ος αιώνας π.Χ.) ήταν βασίλισσα της Ηπείρου, μέλος της Δυναστείας των Αιακιδών. Ήταν κόρη του διάσημου βασιλιά Πύρρου Α' της Ηπείρου, και σύζυγος του αδερφού της, βασιλιά Αλεξάνδρου Β΄.Το ζευγάρι Ολυμπιάδας και Αλεξάνδρου Β΄ απέκτησε τρία παιδιά: τον Πύρρο Β', τον Πτολεμαίο Β' και τη Φθία.[1]
ΔΕΝ πρέπει να γίνεται σύγχυση της Ολυμπιάδας της Ηπείρου με την μητέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, επίσης Ολυμπιάδα, της οποίας τo αρχικό όνομα ως πριγκίπισσα των Μολοσσών στήν Ήπειρο ήταν Μυρτάλη και Στρατονίκη, και έλαβε το όνομα Ολυμπιάς μετά το γάμο της με τον Φίλιππο Β' της Μακεδονίας.
Μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου Β΄, η Ολυμπιάδα της Ηπείρου ανέλαβε προσωπικά την κηδεμονία των παιδιών τους, Πύρρου και Πτολεμαίου, καθώς και τη διακυβέρνηση του κράτους των Μολοσσών. Φοβούμενη πως η Αιτωλική Συμπολιτεία θα της αποσπάσει μέρος της Ακαρνανίας, την οποία ο Αλέξανδρος είχε λάβει από τη Συμπολιτεία σαν ανταμοιβή που τους ενίσχυσε στον πόλεμο, στράφηκε προς το βασιλιά της Μακεδονίας Δημήτριο τον Αιτωλικό για βοήθεια.
Για να σφραγιστεί η συμφωνία του προσέφερε το χέρι της κόρης της, Φθίας, παρόλο που εκείνος ήταν ήδη παντρεμένος με τη Στρατονίκη, πριγκίπισσα των Σελευκιδών. Ο Δημήτριος δέχτηκε το διακανονισμό κάνοντας τη Φθία βασίλισσα του. Ωστόσο αυτό εξόργισε τη Στρατονίκη, η οποία επιστρέφοντας στην πατρίδα της το 239 π.Χ. προσπάθησε μάταια να πείσει το νέο βασιλιά Σέλευκο Β' τον Καλλίνικο να εκδικηθεί την προσβολή.
Με τη συμμαχία αυτή, η βασίλισσα Ολυμπιάδα διασφάλισε τη θέση της στο θρόνο, τον οποίο διατήρησε μέχρι την ενηλικίωση των αγοριών της, οπότε και παραιτήθηκε υπέρ του γιου της Πύρρου Β΄. Ωστόσο ο θάνατος του Πύρρου, τον οποίο ακολούθησε σύντομα και ο θάνατος του αδερφού και διαδόχου του, Πτολεμαίου, γέμισαν τη βασίλισσα με πένθος. Τελικά απεβίωσε από τη θλίψη της, με το θρόνο να παραμένει στα χέρια της εγγονής της, της Δηιδάμειας.
Ο Αθήναιος, ο οποίος στο έργο του δείχνει αγάπη για τις ίντριγκες, διηγείται μια άλλη εκδοχή βάσει της οποίας η Ολυμπιάδα θανάτωσε μια κοπέλα που λεγόταν Τίγρις, με την οποία ήταν ερωτευμένος ο γιος της, Πύρρος.Β' Ως αποτέλεσμα ο βασιλιάς πήρε εκδίκηση θανατώνοντας την Ολυμπιάδα με δηλητήριο.
Δηιδάμεια
Η Δηιδάμεια (3ος αιώνας π.Χ.) ήταν η τελευταία βασίλισσα της Ηπείρου, μέλος της Δυναστείας των Αιακιδών. Πατέρας της ήταν ο βασιλιάς Πύρρος Β', και η ίδια ανήλθε στο θρόνο μετά το θάνατο του διαδόχου του και θείου της, Πτολεμαίου. Αποτελεί τον τελευταίο ηγεμόνα της Δυναστείας καθώς μετά από εκείνη η εξουσία πέρασε στο Κοινόν των Ηπειρωτών.
Πραγματοποίησε σφοδρή επίθεση στην Αμβρακία την οποία ετοιμαζόταν να κατακτήσει. Τελικά οι κάτοικοί της αναγνώρισαν την κυριαρχία της ζητώντας ειρήνη. Εκείνη δήλωσε πως θα την παρέχει με τον όρο να αναγνωρίσουν το κληρονομικό της δικαίωμα στο θρόνο. Η συμφωνία έκλεισε, ωστόσο οι Ηπειρώτες δεν είχαν την πρόθεση να την τηρήσουν: γρήγορα συνωμότησαν να την δολοφονήσουν, δωροδοκώντας το Νέστορα, έναν άνδρα από τον Οίκο της. Εκείνος τελικά αποφάσισε να μη διαπράξει το φόνο, κι έτσι η Δηιδάμεια κατέφυγε στο Ναό της Αρτέμιδος. Εκεί βρήκε το θάνατο από το σπαθί του Μίλωνα, ενός άνδρα που ήδη τον βάραινε το αμάρτημα της μητροκτονίας.
Με το θάνατό της έσβησε η Δυναστεία των Αιακιδών βασιλέων της Ηπείρου. Το τελευταίο ζωντανό μέλος της οικογένειας φαίνεται πως ήταν η Νηρηΐς, μια κόρη του Πύρρου Α', η οποία έγινε βασίλισσα της Σικελίας. Η Νηρηΐς (3ος αιώνας π.Χ.) ήταν πριγκίπισσα της Ηπείρου, μέλος της Δυναστείας των Αιακιδών. Ήταν κόρη του διάσημου βασιλιά Πύρρου και σύζυγος του Γέλωνα Β΄, γιου του Ιέρωνα Β΄ τυράννου των Συρακουσών. Το ζευγάρι απέκτησε ένα γιο τον Ιερώνυμο. Φαίνεται πως η Νηρηΐς έζησε περισσότερο από την ανηψιά της, Δηιδάμεια, κάτι που την καθιστά τον τελευταίο απόγονο του Οίκου των Αιακιδών. Στο θέατρο τον Συρακουσών έχει βρεθεί μια επιγραφή με το όνομά της, στην οποία φέρει τον τίτλο της βασίλισσας.
Στην Ήπειρο η εξουσία περιήλθε στο λαό με τη δημιουργία του Κοινού των Ηπειρωτών. Τόσο ο Ιουστίνος, όσο και ο Παυσανίας θεωρούν το θάνατο της Δηιδάμειας ως την αρχή της καταστροφής της χώρας, η οποία επλήγη από πείνα και πολέμους.