Γίτανα
Γίτανα

Η ίδρυση της αρχαίας πόλης των Γιτάνων τοποθετείται στο β΄ μισό του 4ου αι. π.Χ., εποχή κατά την οποία οι Θεσπρωτοί συνοικίζονται για πρώτη φορά σε οργανωμένες πόλεις, σύμφωνα με τα πρότυπα του υπόλοιπου ελληνικού κόσμου.
Τα Γίτανα διετέλεσαν δεύτερη πρωτεύουσα της Θεσπρωτίας μετά την Ελέα και έδρα του Κοινού των Θεσπρωτών από την ίδρυσή τους το 336 / 330 π.Χ. έως την κατάληψή τους από τους Ρωμαίους το 167 π.Χ. Στα 150 χρόνια της ζωής τους αποτέλεσαν ένα από τα σημαντικότερα πολιτικά, διοικητικά και οικονομικά κέντρα της ευρύτερης περιοχής του Ιονίου.
Ο οικισμός περιβαλλόταν στις τρεις πλευρές του από τον ποταμό Καλαμά που για αιώνες υπήρξε φυσικό σύνορο μεταξύ των Θεσπρωτών και των προς βορράν ιλλυρικών φύΓί τανα λων. Από την προνομιακή αυτή θέση η πόλη ήλεγχε την έξοδο του ποταμού προς τη θάλασσα, ενώ το γεγονός ότι ο Καλαμάς κατά την αρχαιότητα ήταν πλωτός έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη μετέπειτα ανάπτυξή της σε σημαντικό εμπορικό κέντρο. Από την αρχή της ίδρυσής τους τα Γίτανα περιτειχίστηκαν με ισχυρό περίβολο, έκτασης 287 στρεμμάτων, που περιέκλειε ολόκληρη την πόλη εκτός του θεάτρου.


Η οχύρωση ακολουθούσε το πολυγωνικό σύστημα τειχοποιίας με λιγότερο ή περισσότερο επιμελημένη κατασκευή, ενώ η αμυντική της ικανότητα ενισχυόταν με πύργους και θλάσεις. Τα
τείχη είναι κατασκευασμένα από ντόπιο φαιό
ασβεστόλιθο και το σωζόμενο ύψος τους φτάνει τα 2 - 3 μ. Η πρόσβαση στην πόλη γινόταν από τρεις κύριες πύλες και τρεις μικρότερες πυλίδες, που διευκόλυναν την επικοινωνία με το θέατρο και την περιοχή του νεκροταφείου. Στο εσωτερικό του οικισμού ισχυρό
διατείχισμα διαιρούσε την πόλη σε δύο μεγάλους οικιστικούς τομείς, τον ανατολικό και το
δυτικό, με τα σημαντικότερα κτίρια της πόλης
να συγκεντρώνονται στο δυτικό.
Η περίοδος ακμής της πόλης τοποθετείται
μετά τα μέσα του 3ου αι. π.Χ., την εποχή της
βασιλείας των απογόνων του Πύρρου. Τότε
παρουσιάζεται έντονη οικοδομική δραστηριότητα με την πολεοδομική οργάνωση της αγοράς και την ίδρυση του θεάτρου.
Τα Γίτανα ήταν κτισμένα σύμφωνα με το
Ιπποδάμειο πολεοδομικό σύστημα. Ο σχεδιασμός τους ακολουθούσε οργανωμένο πολεοδομικό σχέδιο οδικού δικτύου, το οποίο βασιζόταν σε εσχάρα με κάθετους δρόμους 4 - 6
μ. που τέμνονταν από οριζόντιους 2 - 3 μ.,
δημιουργώντας οικοδομικές νησίδες με συγκροτήματα δημοσίων και ιδιωτικών κτιρίων.
Οι δρόμοι ήταν πλακοστρωμένοι ή είχαν οδόστρωμα κατασκευασμένο από πέτρες, χώμα
και θραύσματα κεραμιδιών.
Λόγω της έντονης κατωφέρειας του εδάφους, η πόλη αναπτύχθηκε πάνω σε τεχνητά
άνδηρα. Οι κατοικίες αποτελούνταν από κύριους και βοηθητικούς χώρους, ενώ σε κάποιες
υπήρχε δεύτερος όροφος και εσωτερική υπαίθρια αυλή. Με βάση την εκτεταμένη και πυκνή κατοίκηση υπολογίζεται πως την περίοδο
της ακμής ο πληθυσμός της πόλης ξεπερνούσε τους 6.000 κατοίκους.

Στο ΝΔ τμήμα του οικισμού, στη συμβολή των δύο κεντρικών οδικών αρτηριών, βρισκόταν ένα από τα σημαντικότερα κτίρια, το «Κτίριο Α», το οποίο ταυτίστηκε με το Πρυτανείο - Μητρώο της πόλης. Το κτίριο είχε έκταση 1.500 μ. (41 x 31 μ.) και διέθετε μνημειακή είσοδο. Οι χώροι του διαμορφώνονταν σε πτέρυγες γύρω από μια κεντρική υπαίθρια αυλή διαστάσεων 16 × 12 μ. Περιλάμβανε τρεις αίθουσες συμποσίων (ανδρώνες), εργαστηριακούς χώρους, μαγειρεία, αποθήκες και βοηθητικά δωμάτια. Τους άνδρωνες κοσμούσαν χρωματιστά κονιάματα στους εσωτερικούς τοίχους και βοτσαλωτά δάπεδα με παραστάσεις πάνθηρα και ακτινωτού αστεριού εγγεγραμμένου σε κύκλο. Σε άμεση γειτνίαση με τους ανδρώνες βρισκόταν η αποθήκη τροφίμων, στην οποία αποκαλύφθηκε σημαντικός αριθμός πιθαριών (πιθεώνας). Στο ίδιο οικοδόμημα στεγαζόταν το Αρχείο - Μητρώο και το θησαυροφυλάκιο της πόλης, όπως μαρτυρούν τα 3000 πήλινα σφραγίσματα και οι θησαυροί νομισμάτων και ημιπολύτιμων λίθων που βρέθηκαν σε αυτό. Σε ένα από τα σφραγίσματα διακρίνεται η επιγραφή «ΓΙΤΑΝΑ», με την οποία επιβεβαιώνεται η ταύτιση της πόλης με τα αρχαία Γίτανα. Σε ένα άλλο εικονίζεται γυναικεία μορφή και η επιγραφή «ΒΟΥΛΑΣ» -προσωποποίηση της Βουλής της πόλης- επιβεβαιώνοντας το δημόσιο χαρακτήρα του κτιρίου. Σε αυτό συνηγορεί και η εύρεση πήλινης κεράμου στέγης με την επιγραφή «ΔΑΜΟΣΙΑ».
Σε κοντινή απόσταση από το Πρυτανείο,
στην παρόχθια περιοχή του Καλαμά βρίσκεται το θέατρο (μέσα 3ου αιώνα π.Χ.), που διατηρείται σε καλή κατάσταση. Είναι κατασκευασμένο από ντόπιο λευκό ασβεστόλιθο και η
χωρητικότητά του υπολογίζεται στους 4.000
- 5.000 θεατές. Εκτός από τις θεατρικές παραστάσεις, το θέατρο προοριζόταν και για πολιτικές συγκεντρώσεις του Κοινού του Θεσπρωτών, στο οποίο συμμετείχαν εκπρόσωποι των θεσπρωτικών φύλων.
Η πόλη καταστράφηκε μετά την μάχη της
Πύδνας (168 π.Χ.), οπότε και ορισμένα οικοδομικά συγκροτήματα όπως η περιοχή της
Αγοράς και του θεάτρου εγκαταλείθφηκαν
οριστικά. Από την παρουσία κινητών ευρημάτων διαπιστώνεται ότι η κατοίκηση στην πόλη
συνεχίστηκε μέχρι τον 1ο αι. π.Χ.