Ελίνα

Ελίνα 


Η αρχαία πόλη Ελίνα, κέντρο του θεσπρωτικού φύλου των Ελινών, η επικράτεια του οποίου περιλάμβανε την περιοχή Μαργαριτίου - Πλαταριάς - Πέρδικας. (Το όνομα της αρχαίας Ελίνας απαντάται επίσης σε μολύβδινη επιγραφή του 3ου π.Χ. αιώνα από τη Δωδώνη.)

 Ο οχυρωμένος οικισμός του Δυμοκάστρου, έκτασης 220 στρεμμάτων, εκτεινόταν από την Α κορυφή του λόφου μέχρι τη θάλασσα. Λόγω της ευνοϊκής γεωγραφικής του θέσης εξασφάλιζε τον έλεγχο τόσο των θαλάσσιων οδών, όσο και της ευρύτερης χερσαίας περιοχής, ενώ παράλληλα αποτέλεσε το μοναδικό από τα σημαντικά αστικά κέντρα της Θεσπρωτίας που ανέπτυξε έντονη ναυτική εμπορική δραστηριότητα. Η τοποθεσία του αρχαίου λιμανιού δεν θα πρέπει να βρισκόταν μακριά από την παρακείμενη παραλία Καραβοστάσι στη θέση της «Σκάλας Ελληνικού». Η πόλη χωριζόταν σε τρία κλιμακωτά πλατώματα («Ακρόπολη Α», «Ακρόπολη Β» και «Ακρόπολη Γ») με ισάριθμους περιβόλους που αναπτύσσονταν διαδοχικά κατά μήκος του λόφου. Η ίδρυσή της τοποθετείται στο β΄ μισό του 4ου αι. π.Χ., εποχή κατά την οποία οι Θεσπρωτοί συνοικίστηκαν για πρώτη φορά σε οργανωμένες πόλεις. Αρχικός πυρήνας εγκατάστασης ήταν η «Ακρόπολη Α» και «Β» στο Α τμήμα του λόφου. Στην Ελληνιστική περίοδο ο οικισμός και η οχύρωση επεκτάθηκαν Δ, προς την «Ακρόπολη Γ». Υπολογίζεται ότι την περίοδο της ακμής ο πληθυσμός της πόλης έφτανε τους 4.000 - 6.000 κατοίκους.

Ο οικισμός περιβαλλόταν από όλες τις πλευρές του με οχύρωση επιμελημένης κατασκευής, με εξαίρεση τη Ν που είναι δυσπρόσιτη και προστατευόταν μόνο στα βατά της σημεία. Η αμυντική ικανότητα της οχύρωσης ενισχυόταν με πύργους.  Ο οχυρωματικός περίβολος του Δυμοκάστρου διέθετε περισσότερες από μία κύριες πύλες, που εξυπηρετούσαν την επικοινωνία με το αρχαίο λιμάνι

 Στο εσωτερικό των τειχών η οικιστική ανάπτυξη δεν στηρίχθηκε σε οργανωμένο πολεοδομικό σχεδιασμό όπως συμβαίνει σε άλλες θεσπρωτικές πόλεις (Γίτανα, Ελέα), αλλά καθορίστηκε από την φυσική διαμόρφωση του εδάφους.  

Τα πολυτελέστερα κτίρια διέθεταν βοτσαλωτά δάπεδα και τοίχους καλυμμένους με επίχρισμα. Αν και λιγότερο εντυπωσιακά, ωστόσο ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα κτίρια που είναι ολόκληρα ή εν μέρει λαξευμένα στο φυσικό βράχο. Η εκμετάλλευση του βράχου για τη θεμελίωση και για τη διαμόρφωση των εσωτερικών και εξωτερικών τους χώρων (τοίχοι, δάπεδα, κλίμακες, θρανία) παρείχε τη δυνατότητα εξοικονόμησης υλικών δομής και ανθρώπινης εργασίας. 

Η υδροδότηση και η αποχέτευση υπήρξε κύριο μέλημα των κατοίκων του οικισμού, όπως αποδεικνύουν οι δυο κυκλικές δεξαμενές που χρησιμοποιούνταν για τη συγκέντρωση των όμβριων υδάτων και οι λιθόκτιστοι και πήλινοι αποχετευτικοί αγωγοί. Κατά το μεγαλύτερο τμήμα τους οι δεξαμενές ήταν λαξευμένες στο βράχο.  Η επισκευή και χρήση τους κατά την ρωμαϊκή περίοδο, όπως και η κατασκευή μιας τρίτης την ίδια εποχή, αποδεικνύει τη συνεχή κατοίκηση στη θέση αυτή ακόμη και μετά την ρωμαϊκή κατάκτηση. Το νεκροταφείο βρισκόταν εκτός των τειχών του οικισμού, στους πρόποδες του λόφου. 

Ο αρχαίος οικισμός καταστράφηκε από τους Ρωμαίους το 167 π.Χ. μαζί με τις υπόλοιπες μεγάλες πόλεις της Θεσπρωτίας. Φαίνεται όμως ότι δεν εγκαταλείφθηκε οριστικά, καθώς υπάρχουν ενδείξεις περιορισμένης κατοίκησης κατά τη Ρωμαιοκρατία. Η ρωμαϊκή κατάκτηση σηματοδοτεί το τέλος της ακμάζουσας εποχής για την Θεσπρωτία. Στο εξής ακολουθεί περίοδος σταδιακής εγκατάλειψης και συρρίκνωσης των αστικών της κέντρων.  


Υλοποιήθηκε από τη Webnode
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε