Ελέα
Ελέα
Οι αρχαίες πηγές
τοποθετούσαν την πόλη στην ευρύτερη περιοχή της Ελεάτιδας, της έκτασης μεταξύ της
σημερινής κοιλάδας της Παραμυθιάς και του
Νεκρομαντείου του Αχέροντα.
Η αρχαία πόλη, συνολικής έκτασης 105 στρεμμάτων, είναι χτισμένη επάνω σε φυσικά οχυρό πλάτωμα στους πρόποδες των βουνών της Παραμυθιάς και διαμορφώνεται σε βαθμιδωτά άνδηρα. Η καίρια γεωγραφική τής θέση παρείχε τη δυνατότητα ελέγχου όλης της κοιλάδας, ενώ παράλληλα εξασφάλιζε πρόσβαση στις καλλιεργήσιμες εκτάσεις της περιοχής, που αρδευόταν από τα νερά του ποταμού Κωκυτού.

Ο οικισμός ιδρύθηκε λίγο πριν τα μέσα του 4ου αι. π.Χ. και την ίδια περίοδο οχυρώθηκε με ισχυρά τείχη. Ήδη στα τέλη του 5ου αι. π.Χ. οι Θεσπρωτοί άρχισαν να εγκαταλείπουν το νομαδικό τρόπο ζωής και τις μικρές ατείχιστες κώμες όπου κατοικούσαν μέχρι τότε και δημιούργησαν τις πρώτες οχυρωμένες πόλεις. Την ίδια εποχή στα βουνά της Παραμυθιάς και στην κοιλάδα του Κωκυτού ιδρύεται σειρά οχυρωματικών περιβόλων, τα κάστρα της Παραμυθιάς, του Σεβαστού, της Αγοράς, της Χόικας, του Αγ. Δονάτου Ζερβοχωρίου, που σχετίζονταν πιθανόν με την αρχαία Ελέα, στην επικράτεια της οποίας βρίσκονταν.

Ο πληθυσμός του εντός των τειχών οικισμού -γιατί την ελληνιστική περίοδο ο οικισμός αναπτύχθηκε και εκτός των τειχών- ανερχόταν σε 3.000 κατοίκους. Ο συνολικός πληθυσμός εντός και εκτός των τοιχών υπολογίζεται σε 10.000 άτομα τουλάχιστον.
Η Ελέα διετέλεσε πρώτη πρωτεύουσα της Θεσπρωτίας και έδρα του Κοινού των Θεσπρωτών από την ίδρυσή της μέχρι το 335 - 330 / 325 π.Χ., οπότε και η έδρα του Κοινού μεταφέρθηκε στα Γίτανα.
Η παλαιότερη κοπή νομίσματος από τους
Ελεάτες τοποθετείται νωρίτερα, στα 360 -
342 π.Χ. Στον εμπροσθότυπο φέρει παράσταση Πήγασου και στον οπισθότυπο τρίαινα, την
κυνέη του Άδη και την επιγραφή ΕΛΕΑΙ(ΩΝ)
ή ΕΛΕΑΤΑΝ, δηλαδή του φύλου των Ελεατών.

Η ίδια επιγραφή υπάρχει και στις μεταγενέστερες κοπές της πόλης, όπου χρησιμοποιούνται ανάλογα σύμβολα (στον εμπροσθότυπο κεφαλή Περσεφόνης με στεφάνι από στάχυα και στον οπισθότυπο τρικέφαλος Κέρβερος). Τα σύμβολα αυτά σχετίζονταν με την κυριότερη λατρεία των Θεσπρωτών, εκείνη της Περσεφόνης και του Άδη, που ασκούνταν στο «Νεκρομαντείο» του Αχέροντα. Ο οικισμός άκμασε τους Ύστερους Κλασικούς και Ελληνιστικούς χρόνους, οπότε και οργανώθηκε πολεοδομικά κατά τα πρότυπα των πόλεων της νότιας Ελλάδας.

Την περίοδο
αυτή η κατοίκηση επεκτάθηκε και έξω από τα
τείχη, κυρίως προς τη Ν πλευρά του οικισμού.
Η σωζόμενη οχύρωση της πόλης έχει συνολικό μήκος 1550 μ. και πλάτος που φτάνει
τα 4μ. Τα τείχη ήταν κατασκευασμένα σύμφωνα με το πολυγωνικό σύστημα τειχοποιίας,
με λιγότερο ή περισσότερο επιμελημένη κατασκευή, εκτός από κάποια σημεία που ακολουθούσαν το φυσικό ανάγλυφο. Η αμυντική τους ικανότητα ενισχυόταν με πύργους και
«δεσιές» στο εσωτερικό τους. Η είσοδος στον
οικισμό γινόταν από κύριες πύλες και πυλίδες.
Η αδόμητη έκταση στο ΒΑ τμήμα του οικισμού είτε εξυπηρετούσε αμυντικούς σκοπούς,
είτε λειτουργούσε ως ζωτικός οικιστικός χώρος για τη μελλοντική επέκταση της πόλης.
Στην περιοχή αυτή βρίσκονταν δύο πηγές που
κάλυπταν εν μέρει τις ανάγκες ύδρευσης των
κατοίκων και διαθέτουν μέχρι σήμερα νερό,
από τον Οκτώβριο έως τον Ιούλιο.
Η πόλη οργανωνόταν χωροταξικά με βάση
μια κύρια οδική αρτηρία που την διέσχιζε κατά
μήκος, συνδέοντας την Α με τη Δ πύλη. Το
πλάτος του δρόμου προσαρμοζόταν στο ανάγλυφο του εδάφους και κυμαινόταν μεταξύ
2,5 - 4 μ. Παράλληλα ή κάθετα με την κεντρική οδική αρτηρία μικρότεροι δρόμοι με οδόστρωμα από κροκάλες, θραύσματα κεραμιδιών και πατημένο χώμα οριοθετούσαν τα δημόσια κτίρια και τις ιδιωτικές κατοικίες.

Οι κατοικίες ήταν συνήθως ισόγειες, με εισόδους στους παρακείμενους δρόμους. Ήταν κατασκευασμένες με ντόπιο ασβεστόλιθο, είχαν έκταση 160 - 250 τ.μ. και διέθεταν 4 - 6 χώρους. Σε κάποιες υπήρχε δεύτερος όροφος ή εσωτερικές υπαίθριες αυλές. Στεγάζονταν με ξύλινες κεραμοσκεπείς στέγες και τα δάπεδά τους αποτελούνταν από πατημένο πηλόχωμα ή ήταν λαξευμένα στο φυσικό βράχο. Ο φυσικός βράχος σε άλλες περιπτώσεις λειτούργησε ως τοίχος των κτιρίων. Σε κάποιες κατοικίες αποκαλύφθηκαν εργαστηριακοί χώροι και αποθήκες με πιθάρια, όπου φυλάσσονταν τα αγροτικά προϊόντα που παρήγαγαν ή εμπορεύονταν οι κάτοικοι της πόλης. Οι πιο εύπορες οικίες διέθεταν πήλινους λουτήρες. Τα νερά από τις στέγες, τις αυλές και τα ιδιωτικά λουτρά διοχετεύονταν στους δρόμους από μικρούς σκεπασμένους λίθινους αγωγούς και αποχετευτικούς διάδρομούς. Εξαιρετικά σημαντικό κομμάτι στο κέντρο του οχυρωμένου οικισμού καταλάμβανε η περιοχή της Αγοράς, έκτασης περίπου 3.000 τ.μ. Αρχικά είχε τη μορφή ανοιχτής πλατείας, ενώ στα Ελληνιστικά χρόνια οροθετήθηκε από τρεις στοές κλειστές στην πρόσοψή τους.
Τις λατρευτικές ανάγκες των κατοίκων εξυπηρετούσε ένας μικρός ναός με πρόναο, σηκό (κυρίως ναό) και άδυτο που ήταν χτισμένος σε ψηλό άνδηρο στο κυρίως τμήμα της πόλης.
Η Ελέα πολιορκήθηκε και καταστράφηκε
από τους Ρωμαίους το 167 π.Χ., μαζί με τις
υπόλοιπες μεγάλες πόλεις της Θεσπρωτίας.
Μετά τη Ρωμαϊκή κατάκτηση οι ενδείξεις για
την κατοίκηση του οικισμού είναι ελάχιστες.
Μετά τη Ναυμαχία του Ακτίου, οι κάτοικοι της περιοχής υποχρεώθηκαν να μετοικήσουν στήν Αρχαία Νικόπολη
